ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

(Μθ. 16, 13-19)

Διδάσκουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι εὐ­ό­λι­σθος καὶ πέ­φτει εὔ­κο­λα στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Ἀ­πὸ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς πτώσης στὴν ἁμαρτία μᾶς λυ­τρώ­νει ὁ ἀ­γα­θὸς καὶ φι­λάν­θρω­πος Θε­ός, δι­ὰ τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ­το εἶ­ναι λου­τρό, στὸ ὁ­ποῖ­ο εἰ­σερ­χό­με­νοι ἐ­να­πο­θέ­του­με τὸ φορ­τί­ο τῶν πται­σμά­των μας, ὅ­λη τὴν ἀ­κα­θαρ­σί­α τῶν πράξεων καὶ τῶν σκέψεών μας, καὶ βγαί­νου­με ὁ­λο­κά­θα­ροι, ὁ­λό­λαμ­προι. 


Γι᾽ αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ ἔ­χου­με πολ­λὴ χα­ρὰ στὴν ψυ­χή μας γιὰ αὐ­τὴ τὴ θεί­α δω­ρε­ά. Ὀ­φεί­λου­με νὰ πα­νη­γυ­ρί­ζου­με καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τὸν Κύ­ρι­ο ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε αὐ­τὸ τὸ λου­τρό, ποὺ ἔ­δω­σε τέ­τοια ἐ­ξου­σί­α, τὴν ἐ­ξου­σί­α τοῦ «δε­σμεῖν καὶ λύ­ειν» στοὺς ἱ­ε­ρεῖς του. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν ἀπόστολο Πέτρο: «καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ἀφορᾶ σὲ συγκεκριμένη ἐξουσία, ἡ ὁποία μεταβιβάζεται, μὲ τὴ λεγόμενη ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους στοὺς διαδόχους τους, σὲ ἅπαντες δηλαδὴ τοὺς ἀρχιερεῖς, ποὺ καὶ αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους τὴ χορηγοῦν στοὺς ἱερεῖς ποὺ χειροτονοῦν.

Ἔτσι, λοιπόν, ὅ­σα πταί­σμα­τα, μι­κρὰ ἢ με­γά­λα, λύ­σει ὁ πνευ­μα­τι­κός, αὐ­τὰ τὰ ἴ­δια λύ­νει καὶ ὁ Θε­ός. Ὅ­σα συγ­χω­ρεῖ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας τοῦ Θε­οῦ, τὰ συγ­χω­ρεῖ καὶ ὁ Κύ­ρι­ος. Καὶ τὸ ση­μαν­τι­κό­τε­ρο˙ ὅ­ταν ἐ­δῶ κά­τω κρί­νει ὁ ἄν­θρω­πος τὸν ἑ­αυ­τό του, τα­πει­νω­θεῖ καὶ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὰ σφάλ­μα­τά του στὸν πνευ­μα­τι­κό, δὲν κρί­νε­ται στὸ με­γά­λο καὶ φο­βε­ρὸ δι­κα­στή­ρι­ο τοῦ Θε­οῦ ἐ­νώ­πι­ον χι­λιά­δων καὶ μυ­ρι­ά­δων ἀγ­γέ­λων.

Ὅ­σες φο­ρὲς καὶ ἐ­ὰν πέ­σει ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­σες φο­ρὲς καὶ νὰ ἐ­πα­να­λά­βει τὸ ἁ­μάρ­τη­μά του, ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε μπρο­στά του δι­α­θέ­σι­μο τὸ πνευ­μα­τι­κὸ λου­τρὸ τῆς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης, πάν­το­τε ἡ θύ­ρα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου εἶ­ναι ἀ­νοι­κτή. Ὅ­ταν ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση εἶ­ναι εἰ­λι­κρι­νής, μὲ πό­θο, μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ μὲ ἐ­πί­γνω­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου, τό­τε καὶ ἡ κά­θαρ­ση εἶ­ναι τό­σο ἐμ­φα­νής˙ νοι­ώ­θει κα­νεὶς τὴν εὐ­τυ­χί­α μέ­σα στὴν ψυ­χή του, τὴν ἐ­λά­φρυν­ση τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ βά­ρους -αὐ­τὸ ποὺ λέ­με βά­ρος στὴ συ­νεί­δη­ση- καὶ τὴν ἀ­γαλ­λί­α­ση. Τού­τη εἶ­ναι ἡ φα­νε­ρὴ ἀ­πό­δει­ξη πὼς οἱ ἁ­μαρ­τί­ες ἔ­χουν συγ­χω­ρη­θεῖ, πὼς ἡ ψυ­χὴ ἔ­χει κα­θα­ρί­σει καὶ λευ­καν­θεῖ. Καὶ ἐ­ὰν λε­ρω­θοῦ­με πά­λι ἂς σπεύ­σου­με ξα­νὰ στὸ λου­τρὸ τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, καὶ κά­τω ἀ­πὸ τὸ πε­τρα­χεί­λι ἂς ὁ­μο­λο­γή­σου­με ἐν συν­τρι­βῇ: «Ἁ­μάρ­τη­σα, Κύ­ρι­ε, συγ­χώ­ρη­σέ με». Καὶ ἀ­παν­τᾶ ὁ Θε­ὸς δι­ὰ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ: «Παι­δὶ μου, εἶ­σαι συγ­χω­ρη­μέ­νος, πο­ρεύ­ου καὶ ἀ­πὸ τοῦ νῦν μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε. Ἀ­γω­νί­σου στὴν τή­ρη­ση τοῦ νό­μου τοῦ θε­οῦ. Ἂν ὅ­μως πέ­σεις μὴν ἀ­πελ­πι­στεῖς, καὶ κυ­ρί­ως μὴν δι­στά­σεις νὰ ξε­πλύ­νεις ξα­νὰ τὴ λά­σπη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας».

Εἶ­ναι τό­σο λυ­πη­ρό, ὅ­μως, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος, ἐ­νῶ ἔ­χει μπρο­στά του αὐτὴ τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς συ­γγνώ­μης καὶ τῆς κά­θαρ­σης τῆς ψυ­χῆς του, νὰ μὴν τὴν ἐ­πι­λέ­γει. Ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμό του καὶ μό­νο, νὰ μὴν θέ­λει νὰ τὴν ἀ­δρά­ξει, νὰ μὴ θέ­λει νὰ ἀ­νοί­ξει ἡ πύ­λη τοῦ Πα­ρα­δεί­σου καὶ νὰ βα­δί­σει πρὸς τὴν αἰ­ώ­νι­α δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Θε­ὸς προ­σφέ­ρει στὸν ἄν­θρω­πο τὴ συγ­χώ­ρε­ση δω­ρε­άν. Δὲν τοῦ ζη­τά­ει λο­γα­ρια­σμό, δὲν τοῦ ζη­τᾶ εὐ­θύ­νες. Τὴν ἐ­πι­στρο­φή του ζη­τᾶ καὶ τὴ με­τά­νοι­ά του. Αὐ­τὸ ἀρ­κεῖ στὸν Θε­ό. Νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, νὰ πεῖ «ἥ­μαρ­τον, ἔ­σφα­λα», νὰ ἀ­γω­νι­στεῖ μὲ τα­πεί­νω­ση κα­τὰ τῶν σφαλ­μά­των του, νὰ κα­τα­λά­βει τὰ σφάλ­μα­τά του, νὰ συ­ναι­σθαν­θεῖ τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του, νὰ ζη­τή­σει συ­γγνώ­μη καὶ ὅ­λα θὰ συγ­χω­ρε­θοῦν.

Μὲ πο­λὺ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τρό­πο μᾶς προ­τρέ­πει σὲ αὐτὴ τὴ ζω­ὴ τῆς με­τά­νοι­ας ὁ ἅ­γι­ος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός: «Πρέ­πει ἡ­μεῖς, ἀ­νί­σως καὶ θέ­λω­μεν νὰ πε­ρά­σω­μεν καὶ ἐ­δῶ κα­λά, νὰ πη­γαί­νω­μεν καὶ εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον, καὶ νὰ λέ­γω­μεν τὸν Θε­όν μας ἀ­γά­πην καὶ πα­τέ­ρα, πρέ­πει νὰ ἔ­χω­μεν δύ­ο ἀ­γά­πας, ἀ­γά­πην εἰς τὸν Θε­όν μας, καὶ εἰς τοὺς ἀ­δελ­φούς μας. Φυ­σι­κόν μας εἶ­ναι νὰ ἔ­χω­μεν αὐ­τὰς τὰς δύ­ο ἀ­γά­πας. Πα­ρὰ φύ­σιν εἶ­ναι νὰ μὴ τὰς ἔ­χω­μεν. Καὶ κα­θὼς ἕ­να χε­λι­δό­νι χρει­ά­ζε­ται δύ­ο πτέ­ρυ­γας δι­ὰ νὰ πε­τᾶ εἰς τὸν ἀ­έ­ρα, οὕ­τω καὶ ἡμεῖς χρει­α­ζό­με­θα αὐ­τὰς τὰς δύ­ο ἀ­γά­πας, δι­ό­τι χω­ρὶς αὐ­τῶν εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ σω­θῶ­μεν. Καὶ πρῶ­τον ἔ­χο­μεν χρέ­ος νὰ ἀ­γα­πῶ­μεν τὸν Θε­όν μας, δι­ό­τι μᾶς ἐ­χά­ρι­σε τό­σην γῆν με­γά­λην ἐ­δῶ νὰ κα­τοι­κῶ­μεν πρό­σκαι­ρα, τό­σες χι­λιά­δες φυ­τά, βρύ­σες, πο­τα­μούς, θα­λάσ­σας, ἀ­έ­ρα, ἡ­μέ­ραν, νύ­χτα, οὐ­ρα­νόν, ἥ­λι­ον κ.λπ.  Ὅ­λα αὐ­τὰ δι­ὰ ποῖον τὰ ἔ­κα­μεν, εἰ­μὴ δι᾽ ἡμᾶς; Τί μᾶς ἐ­χρε­ώ­στει; Τί­πο­τε. Ὅ­λα χά­ρι­σμα˙ μᾶς ἔ­κα­μεν ἀν­θρώ­πους, δὲν μᾶς ἔ­κα­μεν ζῶ­α˙ μᾶς ἔ­κα­μεν εὐ­σε­βεῖς ὀρ­θό­δο­ξους χρι­στια­νούς, καὶ ὄ­χι ἀ­σε­βεῖς αἱ­ρε­τι­κούς˙ ἂν καὶ ἁ­μαρ­τά­νο­μεν χι­λιά­δες φο­ρὲς τὴν ὥ­ραν, μᾶς εὐ­σπλα­χνί­ζε­ται ὡ­σὰν πα­τέ­ρας καὶ δὲν μᾶς θα­να­τώ­νει νὰ μᾶς βά­λῃ εἰς τὴν κό­λα­σιν, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν με­τά­νοι­άν μας μὲ τὰς ἀγ­κά­λας ἀ­νοι­κτάς, πό­τε νὰ με­τα­νο­ή­σω­μεν νὰ παύ­σω­μεν ἀ­πὸ τὰ κα­κά, καὶ νὰ κά­μω­μεν τὰ κα­λά, νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν, νὰ δι­ορ­θω­θῶ­μεν, νὰ μᾶς ἐ­ναγ­κα­λι­σθεῖ, νὰ μᾶς βά­λῃ εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον νὰ χαι­ρώ­με­θα πάν­το­τε. Τώ­ρα λοι­πὸν τοι­οῦ­τον γλυ­κύ­τα­τον Θε­ὸν καὶ Δε­σπό­την δὲν πρέ­πει καὶ ἡ­μεῖς νὰ τὸν ἀ­γα­πῶ­μεν;».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου