Κήρυγμα Κυριακῆς 28.06.2015
(Κυριακή δ΄ Ματθαίου Ρωμ. στ΄ 18-23)
«Μία ἀλλιώτικη δουλεία»
Διαβάζοντας κανείς τήν περικοπή τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς εὔκολα ἀναρωτιέται : Εἶναι ποτέ δυνατόν μία δουλεία νά εἶναι ποθητή; Καί νά ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο «εἰς ἁγιασμόν»; Καί ὅμως τό ὀξύμωρο αὐτό σχῆμα ἐφαρμόζεται στίς πνευματικές διαστάσεις μας καί στήν ἀπόλυτη ἐξάρτησή μας ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Στήν ἐπιστολή του πρός Ρωμαίους μᾶς μιλάει ὁ Παῦλος γιά δουλεία καί γιά ἐλευθερία. Πρόκειται γιά πνευματικά σχήματα πού ἀνταποκρίνονται στίς ὑπαρξιακές μας ἀνησυχίες. Τό ζήτημα εἶναι νά βροῦμε ποιός εἶναι στ’ ἀλήθεια ὁ δοῦλος καί ποιός ὁ ἐλεύθερος. Μία πρώτη ἐντελῶς πρόχειρη καί ἐπιπόλαιη θεώρηση τοῦ ζητήματος παρουσιάζει σάν ἐλεύθερο ἐκεῖνον πού εἶναι ξένος πρός κάθε εἴδους καί μορφῆς δέσμευση. Μία τέτοια ὅμως ἐλευθερία πού ἔχει μέσα της τά σπέρματα τῆς ἐλευθερίας ὁδηγεῖ στήν ἀσυδοσία καί μαζί στήν πιό ἐπαίσχυντη δουλεία στήν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στά ἴδια του τά πάθη. Γιά τόν Παῦλο ἀληθινά ἐλεύθερος εἶναι ἐκεῖνος πού θεληματικά αὐτοδεσμεύεται μέσα στά πλαίσια τῆς ἀρετῆς καί τῶν ἐπιταγῶν πού ἐπιβάλλουν οἱ κανόνες πού θέλουν τόν ἄνθρωπο ἄξιο τοῦ ὀνόματός του, φορέα ἠθικῶν βιωμάτων. Ἡ ἐξάρτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στήν ὑποδούλωση του στό νόμο αὐτό. Μία πάγια νομοτέλεια διέπει τήν μεθόδευση αὐτῆς τῆς δουλείας πού κάτω ἀπό διάφορα καί ποικίλα σχήματα, ἐξανδραποδίζει τίς ἠθικές του δυνάμεις καί τόν καθιστᾶ ἕρμαιο τῶν ἐσωτερικῶν του παθῶν. Ἡ πικρή ἐμπειρία τῆς καθημερινῆς ζωῆς πάνω στό σημεῖο αὐτό εἶναι πολύ διδακτική. Σέ ἄλλα σημεῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος θά διατυπώσει αὐτήν τήν ἀλήθεια μέ τρόπο ἐπίσης κατηγορηματικό γράφοντας πώς «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν τῆς ἁμαρτίας». Ἡ ἀπελευθέρωσή μας δῆθεν ἀπό τούς κανόνες τῆς ἠθικῆς συνοδεύεται ἀναπόφευκτα ἀπό τήν αἰχμαλωσία μας στόν ἀδυσώπητο δυνάστη τοῦ πάθους σέ σημεῖο, ὥστε σέ τελευταία ἀνάλυση τέτοιου εἴδους «ἀπελευθέρωση » νά μένει γιά μᾶς ὠφειλέτης μιᾶς καί μᾶς προικίζει μέ φθορά καί ταπείνωση.
Στήν γλώσσα τῆς πνευματικότητας ὁ ὅρος «δουλεία» καί «δοῦλος» σάν μέγεθος πού προσδιορίζει τήν ὑποτακτική μας σχέση μέ τόν Θεό εἶναι συνώνυμος μέ τόν ὅρο «ἁγιασμός» καί «τελείωση» αὐτό δηλαδή πού εἶναι ὁ ἐπίγειος προορισμός κάθε ἀνθρώπου πού σέβεται τόν ἑαυτό του. Καί εἶναι θαυμαστό τό νά ξέρουμε πώς ἡ πορεία μας γιά τήν θέωση περνᾶ μέσα ἀπό τήν προσωπική μας ἀλλοτρίωση, μέσα ἀπό τήν ἑκούσια ὑποταγή μας στό θέλημα ἐκείνου πού μᾶς ἔπλασε καί προσδιόρισε τούς ὅρους γιά τήν ἀναγέννησή μας. Αὐτή ἡ δουλεία στήν «δικαιοσύνη» τοῦ Θεοῦ δηλαδή στήν ἀρετή γενικώτερα ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Ρωμαίους φέρνει σάν καρπό στήν προσωπική μας τελείωση καί τήν αἰώνιο ζωή. Ἴσως νά φαίνεται κάπως ὑπερβολική ἡ διαβεβαίωση αὐτή. Ὅμως ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου τοῦ αἰώνα μας σέ πολλά ζητήματα διαφωνεῖ πρός τήν λογική τοῦ Θεοῦ. Κι ἔτσι ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τόν τρόπο τῆς σωτηρίας μας. Θά ποθοῦσε ἀσφαλῶς ὁ καθένας μας νά σώζεται χωρίς καμία θυσία καί χωρίς κόπο. Αὐτό ὅμως θά ἦταν μία σπουδή στόν ἀτομικισμό του. Στήν ἐποχή μας γίνεται συνέχεια λόγος γιά ἐλευθερία, καί στιγματίζονται τά καθεστῶτα πού ὑποδουλώνουν τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ταπεινώνουν τήν ἀξία του. Στίς πνευματικές ὅμως διαστάσεις ἡ δουλεία στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐξασφαλίζει τήν ψυχική εὐημερία καί κάνει τόν ἄνθρωπο φτασμένο καί καταξιωμένο. Ἡ ἐλευθερία γιά τήν ὁποία μιλάνε οἱ πολιτικοί καί ἀγωνίζονται οἱ λαοί δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν δουλεία στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ πρώτη εἶναι ἀγαθό κοινωνικό, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά τήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος πού ἔχει τεράστιες μεταφυσικές προεκτάσεις. Ἔτσι δέν μπορεῖ κανείς νά γευθεῖ τήν ἀληθινή ἐλευθερία, ἄν προηγουμένως δέν περάσει ἀπό τό κανάλι τῆς δουλείας στό Θεό τῆς ὑποταγῆς του δηλαδή στό ἅγιο θέλημά του. Αὐτό ὅμως τό πέρασμα πρέπει νά εἶναι ἀβίαστο καί θεληματικό. Ποτέ στό κλίμα τῆς πνευματικότητας δέν ἄντεξε ἡ βία οὔτε ἄνθισε ὁ καταναγκασμός. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία εἶναι καρπός μιᾶς ἀβιάστως προσφορᾶς μας, μιᾶς παραχωρήσεώς μας στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ, πού ταυτόχρονα εἶναι ἀπάρνηση τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος ἔνιωθε πολύ κοντά του αὐτούς τούς δύο κόσμους. Ἀλλά καί πάντοτε ἔνιωθε μεγάλο πειρασμό στόν ἕνα ἀπό τούς δύο. Γι’ αὐτό μιλᾶμε γιά ἀγώνα καί γιά κόπους πού συνυφαίνονται μέ τήν προσπάθεια γιά ἐπικράτηση μέσα μας τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν νά ἀντιληφθοῦν τήν βαθύτερη σημασία πού ἔχει γι’ αὐτούς ἡ αἰχμαλωσία τους κάτω ἀπό τά δεσμά τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, καί νά ἀξιολογήσουν τούς καρπούς της, τότε θά καταλάβαιναν καλά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί θά πείθονταν ἀπό τά πράγματα πώς ἐπειδή «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», γι αὐτό «τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωή αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμαίους στ΄ 23)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου