Η Θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ὁ κυριώτερος τελικός σκοπός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι παρά ἡ ''ἔνδυσις'' τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἄκτιστο θεῖο Φῶς, μέ τήν ἀΐδια ἄφθαρτη στολή τῆς Θεότητος.
Ἐκεῖ στό Θαβώρ ὁ Χριστός ἐφανέρωσε πεπερασμένο μέρος τῆς ἀπείρου θεϊκῆς δόξης Του, ἐντός βέβαια τοῦ μέτρου τῆς τότε ἀνθρωπίνης πνευματικῆς χωρητικότητος τῶν τριῶν Μαθητῶν. Συνέπεια δέ αὐτοῦ ἦταν νά γευθοῦν οἱ τρεῖς αὐτοί Μαθηταί τήν προκαταβολή, τό προΐμιο τῆς πανενδόξου μελλοντικῆς ἄχρονης καί αἰωνίου ὁρατῆς τοῦ Θεοῦ θεοφανείας, ὅπως αὐτά τά ἐπεξηγεῖ χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κατά τήν ἔνδοξο δηλαδή Βασιλεία Του, μετά τήν Δευτέρα Παρουσία.
Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ ἔγινε κατά τήν διάρκεια τῆς κατευθύνσεως τοῦ Χριστοῦ πρός τήν ἁγία πόλι Σιών, ὅπου ἐπρόκειτο ἑκουσίως νά σταυρωθῆ πάσχοντας ὑπέρ ἡμῶν καί ἀντί ἡμῶν, ὑπέρ τῆς τοῦ σύμπαντος κόσμου σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε στό Θαβώρ ἡ συζήτησις τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, πού ὡς γνωστόν τότε θαυματουργικῶς καί ὑπερφυῶς ἐκεῖ ἐνεφανίσθησαν, ἡ ὅλη συζήτησις περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν ἁγίαν ''ἔξοδον'' Αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, ἡ ὁποία θά ἐλάμβανε χώραν μέ τόν σταυρικόν Του θάνατον, μέ τήν ἔνδοξον τριήμερον ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασίν Του καί τήν ὁλόσωμον εἰς Οὐρανούς Ἀνάληψίν Του. Καί ὅλα αὐτά σύμφωνα πάντα μέ τίς σαφέστατες ποικίλες προτυπώσεις τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν.
Ἡ ἄκτιστος Θεία ἐνέργεια, δηλαδή αὐτή ἡ λάμψις τῆς Μεταμορφώσεως, συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν δόξα τοῦ Σταυροῦ, γιατί ὁ Σταυρός εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτό ἔχει ἄμεση καί ἀπαραίτητη συνέπεια γιά μᾶς ὅτι, προκειμένου νά μεταμορφωθοῦμε ἐν Χριστῷ, δηλαδή νά οἰκειοποιηθοῦμε τήν θεϊκή λάμψι πού ἔδωσε στήν ἀνθρωπίνη φύσι ὁ Χριστός, πρέπει νά ἀναζωγραφήσωμε ἐν ἑαυτοῖς τά ὑστερήματα τῶν σωτηρίων παθημάτων Αὐτοῦ. Μόνον δηλαδή μέ τό ἔμπρακτο ἀγκάλιασμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ δόξα Του, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ τό εἶναι τῆς ἀνθρωπίνης ἡμῶν ταλαιπώρου ζωῆς καί μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπον καί ὅλον τόν κόσμον.
Στό ὑπερφυές γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ Κύριός μας, ἔχοντας πάρει μαζί Του τούς τρεῖς προκρίτους Μαθητάς, Πέτρον, Ἰάκωβον καί Ἰωάννην, μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἐφ᾽ ὅσον ὡς γνωστόν τό πρόσωπόν Του ἐφάνη ''ἕτερον'', ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, λάμποντας δηλαδή ὡς ὁ ἥλιος, ἡλίου μᾶλλον τηλαυγέστερον, καί τά ροῦχα Του μετηλλάγησαν γενόμενα λευκά, ἐξαστράπτοντα καί φωτεινά. Ἐπίσης, ἔνθεν καί ἔνθεν, ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, ἐνεφανίσθησαν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας καί οὐρανόθεν ἠκούσθη ἡ πατρική φωνή, ἡ φωνή δηλαδή τοῦ πρώτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς μιᾶς Θεότητος, λέγουσα ὅτι «αὐτός ἐστίν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτοῦ ἀκούετε». Αὐτόν νά ἀκοῦτε.
Ὅλη αὐτή ἡ θεοφάνεια, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάλογα χαρακτηριστικά μέ τήν Βάπτισι τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε χώραν μέσα σέ ἕνα θεϊκό ''νέφος'' - ὄχι σέ φυσικό νέφος -, τό ὁποῖο βέβαια καί τούς περιέλαμψε.
Ἐφοβήθησαν δέ ὁ Πέτρος καί οἱ ἄλλοι δύο, ὅταν ὁ Χριστός καί οἱ δύο Προφῆται, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, ἐμβῆκαν στήν νεφέλη, ἐφ᾽ ὅσον αὐτό τό ξένον καί ἀλλότριον ''σύννεφον'' ἦτο ἐμφανές σημάδι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Μή ἀντέχοντας δηλαδή τότε οἱ πήλινες καρδιές τους τό θεϊκό ἐκεῖνο καί ὑπερφυές θέαμα, ἔπεσαν πρηνεῖς. Ὁ δέ Πέτρος, κάποια στιγμή, μή γνωρίζοντας βέβαια τί ἔλεγε, διότι, καί τά ἔχασε, ἀλλά καί ἐγοητεύθη ἀπροσδοκήτως ὑπέρ τήν ἀνθρωπίνη του τότε ἀντοχή καί βλέποντας ἐπί πλέον τούς Μωϋσῆ καί Ἠλία νά συνομιλοῦν μέ τόν Κύριό του, εἶπε ἀπευθυνόμενος εἰς τόν Κύριον:
«Κύριε, καλά εἶναι νά μείνωμε ἐδῶ. Ἄς κάνωμε λοιπόν - ὡμίλησε πολύ ἀνθρωπίνως βέβαια - τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα καί ἀπό μία γιά τούς δύο Προφήτας» ''μή εἰδώς'', βέβαια ''ὅ ἐλάλει'', μή ἔχων ἐπίγνωσιν τοῦ τί ἔλεγε. Ἐφαντάσθη, ὅτι ἡ Μεταμόρφωσις θά παρετείνετο παντοτεινά. Καί σφαλερά ἐνόμιζε, ἀλλά ἀπό καλή διάθεσι, ὅτι ἔτσι ἴσως θά ἐματαιώνετο ἡ ''ἔξοδος'' τοῦ Κυρίου καί δέν θά συνέβαινε ὁ σταυρικός Του θάνατος.
Μετά δέ τήν Μεταμόρφωσι εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος, χωρίς τούς δύο Προφῆτες, παραγγέλοντας στούς τρεῖς Μαθητάς νά μήν ἀναφέρουν τίποτε ἀπολύτως ἀπό ὅσα εἶδαν ἕως ὅτου ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια, αὐτήν τήν παραγγελία τήν ἔκανε ὁ Ἰησοῦς γιά πολλούς γνωστούς καί ἀγνώστους λόγους, καί ταπεινοφροσύνης ἕνεκεν, ἀλλά καί γιά νά μή σκανδαλισθοῦν ἐκεῖνοι πού, ἐνῶ θά εἶχαν ἀκούσει ὅλα αὐτά τά θαυμάσια πού ἔλαβαν χώρα στό Θαβώρ, μετά θά Τόν ἔβλεπαν ἐξευτελιζόμενο ἕως θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Καί ἴσως ἔτσι, ἔχοντες τήν ἀνθρωπίνη ἀδυναμία καί τήν ἀνθρωπίνη τρεπτότητα, θά τόν ἐνόμιζαν ὡς πλᾶνο καί ὡς ἀδύναμο.
Ἀναμφισβήτητα, στό Θαβώρ ἔχομε τρόπον τινά τήν περίληψι ἤ μᾶλλον τήν συμπύκνωσι τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό ποιός εἶναι ὁ Χριστός, γιά ποιόν σκοπό ὁ Θεός Λόγος ἐνηνθρώπησε, ποιά ἡ σχέσις Χριστοῦ μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, πῶς θά ἐπιτευχθῆ ἡ σωτηρία τῆς ὅλης κτίσεως, ἡ ὁποία τώρα, παρά τίς ὀμορφιές της συστενάζει, λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἀνθρωπίνου ἁμαρτήματος, κλπ.
Ἄς ἀναφέρωμε ὅμως στό σημεῖο αὐτό κάποια λίγα θεολογικά μηνύματα ἀπορρέοντα ἐκ τῆς Μεταμορφώσεως.
Κατ᾽ ἀρχάς νά τονίσωμε πάλιν καί πολλάκις ὅτι ὁ Χριστός, ὡς τέλειος Θεός πού ἦταν, δέν ὑπέστη στήν Μεταμόρφωσι καμμία ἀλλοίωσι ἤ βελτίωσι ἤ περαιτέρω δοξασμό ἤ ἀλλαγή. Δέν μετεβλήθη ὁ Κύριος - ἄπαγε τῆς βλασφημίας! - σέ κάτι πού δῆθεν δέν ἦταν. Δέν μεταβάλλεται ποτέ ὁ Θεός ὡς πρός τήν δόξαν Του ἤ τήν οὐσία Του. Οὔτε βελτιώνεται ποτέ ὁ Θεός. Διότι, ἄν κάποια στιγμή, ὑποτεθείσθω ὅτι ἐδοξάζετο ἀκόμη περισσότερο ἡ Θεότητα, θά ἐσήμαινε αὐτομάτως ὅτι πρίν ἦτο, σχετικά μέ τό μετά, ἀτελής, πρᾶγμα βέβαια πέρα γιά πέρα ἄτοπον γιά τόν Θεό.
Ἁπλῶς λοιπόν στήν Μεταμόρφωσι ὁ Χριστός ἐφανέρωσε ἐλαχιστότατα λίγο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν ἀθέατο εἰς τήν ἀνθρωπίνη δεκτικότητα καί δυνατότητα. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε, ἐκτός τῶν ἄλλων, τονίζουν σχετικά οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ στήν πραγματικότητα εἶναι καί μεταμόρφωσις τῶν ἰδίων, τῶν τριῶν προκρίτων Μαθητῶν. Μέχρι νά γνωρίσουν, οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέρος τῆς θεϊκῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, μοιραῖα καί ἀναπόφευκτα ἀντιλαμβάνονταν στήν πρᾶξι τόν Κύριο κυρίως ὡς ἄνθρωπο, ἔστω ὑπερέχοντα, ἔστω Προφήτη, ἐφ᾽ ὅσον ἐλάχιστα ἐννοοῦσαν τό θεϊκό εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τήν θεϊκή Του ἄχρονη, ἀΐδια καταγωγή. Γι᾽ αὐτό ἐπί παραδείγματι οἱ Ἀπόστολοι δέν εἶχαν ἀντιληφθῆ τό βαθύτερο νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀπευθυνόμενος στούς Φαρισαίους εἶπε «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμί» (Ἰωάν. η´, 58).
Στό ὄρος λοιπόν Θαβώρ ἀναγεννῶνται πνευματικά, ἄνωθεν, οἱ τρεῖς Μαθηταί, ἐφ᾽ ὅσον ἐκεῖ καί τότε ἄνοιξαν οἱ προσωπικοί πνευματικοί τους ὀφθαλμοί ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, πού ὡς ''νέφος'' τούς περιέλουσε.
Στήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα διαχρονικά τονίζεται ὅτι ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα τῆς σχέσεώς μας μέ τόν Θεό, εἴτε ὑπερλειτουργοῦν, ὅπως στούς Ἁγίους, εἴτε ἁπλᾶ λειτουργοῦν, εἴτε ὑπολειτουργοῦν, εἴτε πάρα-πάρα πολλές φορές, δυστυχῶς, οὔτε κἄν ὑπάρχουν οἱ λεγόμενες ''πνευματικές αἰσθήσεις''. Ἔτσι λοιπόν μόνον μέ τούς μετασκευασμένους ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὀφθαλμούς ἠμπόρεσαν οἱ τρεῖς πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν νά γίνουν ἀποδέκτες τοῦ θεϊκοῦ αὐτοῦ Φωτός, ἐκεῖ εἰς τό Θαβώρ. «Ἐνηλλάγησαν τό πρῶτον, ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καί οὕτω, καί μόνον οὕτω, τήν ἐναλλαγήν εἶδον». Γι᾽ αὐτό τονίζεται ὅτι εἰς τό Θαβώρ, πάντα ὡς θεῖο δῶρο, ἔχομε μεταμόρφωσι τῶν Μαθητῶν, πού μέ ''ἄλλα'' μάτια εἶδαν ἐκεῖνα τά θεσπέσια καί ὑπερφυῆ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό ἄλλωστε ἐπισημαίνεται καί στήν φρᾶσι «ἐν τῷ Φωτί σου Κύριε ὀψόμεθα Φῶς». Μόνον δηλαδή μέ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, μέ τό ''θεοτηλεσκόπιο'', μποροῦμε νά ἀνιχνεύσωμε τό ἀνεξιχνίαστο θεῖο Φῶς καί νά μετάσχωμε ὀντολογικά σέ αὐτό. Κανένα ἀνθρώπινο μηχάνημα δέν μπορεῖ, ὄχι ἁπλῶς νά ἀνιχνεύση τό θεῖο Φῶς, ἀλλά οὔτε τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί ὅλα βέβαια τά πνευματικά φαινόμενα, οὔτε βέβαια καί τίς δαιμονικές δυνάμεις.
Εἶναι μοιραῖο, δέν γίνεται διαφορετικά, ὁ ἄνθρωπος βλέπει συναρτήσει, ἀναλόγως δηλαδή, τοῦ ὅ,τι ἔχει μέσα του.
Ἐδῶ νά κάνωμε μία παρένθεσι. Θυμηθεῖτε τί ἀνθρωπομορφική, φθηνή δηλαδή, εἰκόνα θά ἤθελε νά ἔχη περί Θεοῦ ἕνας ὄντως μεγάλος κατά τά ἄλλα ἐπιστήμων, κάποιος ἀστροναύτης, ἤ μᾶλλον ''ἀστροχάφτης'' τοῦ ὀρθολογισμοῦ του, ὅταν, γυρίζοντας ἀπό τό διάστημα, ἀπεφάνθη ὅτι δέν εἶδε πουθενά τόν Θεό! Ποῦ δηλαδή; Στό διάστημα... Λές καί ὁ Θεός θά ἦταν ἁπλῶς κάποιο καλύτερο ἀπό τόν ἄνθρωπο κατασκεύασμα, πού θά εὑρίσκετο σέ ''ἐπιεικῆ ἐξορία'' στό διπλανό μας διάστημα, στήν διαστημική δηλαδή γειτονιά μας, καί ἐκεῖ δέν θά εἶχε τήν δυνατότητα νά μᾶς ἐπισκέπτεται αὐτό τό ''ὑπεράνθρωπο ὄν'' ὅλους, ἐφ᾽ ὅσον μόνον ἐκεῖ θά μποροῦσε νά κάθεται, καί πολλές φορές μάλιστα θά περίμενε αὐτός ὁ «Θεός» κάποιος ἀστροναύτης νά τόν ἀνακαλύψη λίγο πιό πέρα γιά νά τοῦ κάνη σύν τοῖς ἄλλοις καί λίγο παρέα...! Λές καί ὁ Θεός ἐντάσσεται στίς συνθῆκες τοῦ ὄγκου, τοῦ χώρου ἤ τῆς κτιστῆς γνωστῆς ἤ μᾶλλον ἄγνωστης κατά τό περισσότερον ὑλοενέργειας. Ἀλλοίμονο!
Εἶχε δίκιο ἐν προκειμένῳ ὁ Ἀϊνστάϊν πού εἶπε περίπου: ''Τό σύμπαν, ἄν καί ἀπέραντο πρακτικά καί ἀσύλληπτο, ἴσως κάποτε νά μετρηθῆ. Ἡ ἀνθρωπίνη ὅμως ἠλιθιότης δέν μετριέται μέ τίποτε. Εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερη καί ἀπό αὐτό τό ἀπέραντο σύμπαν''...
Ἐπανερχόμενοι τώρα στό καθ᾽ ἑαυτό θέμα μας, τονίζομε ὅτι στήν Μεταμόρφωσι οἱ Μαθητές δέν μετεῖχαν στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Διότι κανένα λογικό κτίσμα, οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος -μεγάλη ἡ Χάρι Της - μποροῦν νά μετάσχουν στήν ἀμέθεκτη καί ἀκοινώνητη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνον στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά κυριολεκτήσωμε, τά ἄξια λογικά κτίσματα μποροῦν νά μετάσχουν μόνον στό πολύ μικρό σχετικά ποσοστό τῆς ἄμετρης θείας ἐνέργειας καί δόξας, τό ὁποῖο στίς θεοφάνειες ἀποκαλύπτεται.
Γι᾽ αὐτό τονίζεται καί στό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, οἱ Μαθηταί εἶδαν ''καθώς ἠδύναντο'', ὅσο μποροῦσαν νά ἀντέξουν ἐκ τοῦ θείου Φωτός καί Χάριτος, «ἵνα μή σύν τῇ ὁράσει καί τό ζῆν ἀπωλέσωσι'', ὅπως λέγει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς. Διότι, ἐάν ἔπαιρναν μεγαλυτέρα ποσότητα θείας ἡδονῆς - διότι περί θείας ἡδονῆς πρόκειται ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τό θεῖο Φῶς -, θά ἐδιαλύωντο καί θά ἐπέθαιναν. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἰδῆ τόν Θεόν ἐπάνω ἀπό μία ἐπιτρεπτή, σχετικά πολύ μικρή, ποσότητα δόξης Του καί μετά νά ζήση. Αὐτό ἄλλωστε εἶπε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ, καί ὄχι μόνον ἐκεῖ.
Ἀλλά παρά ταῦτα, αὐτές οἱ θεωρίες-ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ πού λαμβάνουν χώραν διαχρονικά στούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅ,τι τό ἀνώτερο, ὅ,τι τό ἡδονικώτερο, ὅ,τι τό ἱερώτερο, ὅ,τι τό ὠφελιμώτερο, ὅ,τι ὅμως, δυστυχῶς γιά ἐμᾶς τούς ὑπολοίπους, καί τό ἀγνωστότερο, πού μπορεῖ νά συμβῆ στό ταλαίπωρο ἀνθρώπινο γένος, πού ὡς μή ὤφειλε παραπαίει μέσα στά γρανάζια καί στά ἀνθρωποκτόνα σκότη τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι πέρα γιά πέρα ἄρρωστο καί οὔτε κἄν τό φαντάζεται.
Ἐπίσης, ἕνας ἄλλος λόγος πού συνέβη πρό τοῦ Πάθους ἡ Μεταμόρφωσις, σαράντα ἡμέρες πρίν, ἦταν γιά νά συνειδητοποιήσουν οἱ Μαθηταί ὅτι τό ἑκούσιον Πάθος τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης Χριστοῦ ἦτο προσωπική Του ἐπιλογή προκειμένου ἔτσι νά σωθῆ τό ἀνθρώπινο γένος.
Ἀκόμη, μέ τήν Μεταμόρφωσι ξεδιπλώνεται καί τό μεγαλεῖο τῆς προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι παρά ἡ κατ᾽ ἀναλογίαν βέβαια μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ''θέωσι'' δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου. Διότι, ὅπως ἔλαμψε ὁ Χριστός, ἔτσι, σύμφωνα μέ τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσί Του, θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά λάμψουν ὅμως ὡς δευτερογενεῖς χριστοτροφοδοτούμενοι ἥλιοι ἀντανακλῶντες καί βιώνοντες τό Φῶς τῆς μιᾶς Τριαδικῆς Θεότητος.
Καί ὅλα αὐτά ἀπορρέουν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἐνσωμάτωσε τόν ἄνθρωπο στόν ἴδιο Του τόν Ἑαυτό, πρᾶγμα τό ὁποῖο τελεσιουργεῖται καί ἐνεργοποιεῖται μέ τό Βάπτισμα καί αὐξάνεται μέσα μόνον στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῶν Μυστηρίων καί διά τοῦ ἐκκλησιαστικοκανοναρχούμενου προσωπικοῦ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ, πού ἔτσι ἀποκτᾶ ὡς περιουσία του τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ πραγματική περιουσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καί ἐνῷ ὁ πραγματικός πιστός εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ καί δική Του προέκτασις, χριστοειδής προέκτασις, ταυτόχρονα κατέχει ὁ πιστός τόν Χριστόν καί ὁλόκληρον καί γίνεται ἀσυγκρίτως ὄντως ἀνώτερος καί κυρίαρχος ὅλης τῆς πλάσης, θεός κατά Χάριν. Διότι, ὅ,τι ζεῖ ὁ Χριστός αὐτό θά ἀποτελέση, καί ἤδη ἀποτελεῖ, ζωή τῶν πραγματικά Χριστιανῶν.
Ἐπίσης, κάτι ἀνάλογο θά συμβῆ καί στήν ὅλη Δημιουργία, διότι, ὅπως ''ἄλλαξαν'' τά ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, πού τά ροῦχα εἶναι προϊόν καί ἀντιπρόσωπος τῆς ἀλόγου κτιστῆς Δημιουργίας, ἔτσι ἀναμένεται ὁ ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμός καί σωτηρία ὅλης τῆς Δημιουργίας. Διότι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι οὔτε ἰδεαλισμός, οὔτε ἰδεοκρατία. Πιό ἁπλᾶ, δέν περιφρονεῖ τήν ὕλη, ὅπως σφαλερῶς θεωρῆται καί νομίζεται, ἀλλά χτυπᾶ τήν ἁμαρτία, πού εἶναι ἡ αἰτία καταστροφῆς τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, ἀλλά καί αἰτία παραμορφώσεως, φθορᾶς καί καταστροφῆς τοῦ ὅλου σύμπαντος. Διότι, ἐνῷ τό ἀρχικό κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ φύσις, τό περιβάλλον, νά προσβλέπη καί νά ὑπηρετῆ τόν ἐξουσιάζοντα βασιλικῶς ἄνθρωπο, ἔχει μεταστραφῆ πολλές φορές ὡς νούμερο ἕνα ἀπειλή του μέ τό φυσικό κακό πού ὑπάρχει διάχυτο (ἀρρώστειες, θάνατοι, θεομηνεῖες, σεισμοί καί πολλά ἄλλα...).
Ἐπίσης, νά ἐξετάσωμε, ὅσο πιό περιληπτικά γίνεται, γιατί ἐφάνησαν στήν Μεταμόρφωσι
ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πρόσωπα σημαντικώτατα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μέ αὐτό ἐπισημαίνεται πάλιν καί πολλάκις, ἔτι καί ἔτι, ὅτι ὁ βασιλεύς Χριστός εἶναι ὁ ὄντως Κυριεύων τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἀποδεικνύεται ὅτι μέ τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχομε τόν ἀφανισμό τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Ἐπίσης, προτυπώνεται ἡ Κοινή Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Ὁ Ἠλίας, μή γνωρίσας θάνατον εἶναι ἐκπρόσωπος τῶν ζώντων, ἐνῷ ὁ Μωϋσῆς εἶναι ἐκπρόσωπος τῶν κεκοιμημένων.
Ἐπίσης, διατρανώνεται ὅτι ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τόν πυρῆνα, τό πνευματικό κέντρο βάρους δηλαδή, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Διότι, ἡ Παλαιά Διαθήκη, πού συμπυκνώνεται στόν Νόμο, στόν Μωϋσῆ δηλαδή καί τούς Προφήτας, στόν Ἠλία δηλαδή, ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, τήν παιδαγωγόν εἰς Χριστόν, πού κορυφώνεται καί ὁλοκληροῦται εἰς τήν Καινή Διαθήκη. Ἔτσι, ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο ἀναπόσπαστο γεγονός θεοαποκαλύψεως, πού ἄν ἀπομονώσωμε ἤ ὑποτιμήσωμε τό ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τά ''σπάσωμε'' μεταξύ τους ἐννοιολογικῶς, τότε τά διαστρεβλώνομε καί τά δύο. Δέν ἔχουν νόημα δηλαδή τό καθένα αὐτοτελῶς, ξεχωριστά. Πέφτουν καί τά δύο στό κενό, ἄν τά διαχωρίσωμε.
Πρέπει νά ἐννοήσωμε ὅτι ὁ κατ᾽ ἐξοχήν χαρακτῆρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι χριστοκεντρικός. Ὅπως λέγουν κάποιοι Ἅγιοι Πατέρες, π.χ. ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι σκιά, ἐνῷ ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι εἰκών τῶν Ἐσχάτων, πού, μέσα στόν λειτουργικό χρόνο τῆς Ἐκκλησίας μας τά Ἔσχατα τά ζοῦμε ἤδη ὡς γεγονότα διά τῆς ἐμπειρίας ''δυνάμει'', καί ἀπομένει τό ''ἐνεργείᾳ'' ὅταν θά ἀνατείλη ἡ ἄχρονη αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Βλέπετε, οἱ φθονεροί ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δῆθεν ὁ Χριστός ἦταν ἀντίθετος στόν Νόμο καί τούς Προφῆτες, ἔχοντας πλήρη οὐσιαστική βέβαια ἄγνοια τῶν Γραφῶν, πρᾶγμα πού πολλές φορές ὁ Χριστός τούς τό ἀπέδειξε ἀκόμη καί λίγο πρό τοῦ σωτηρίου πάθους Του. Ἀλλά ἐδῶ βλέπομε πῶς, ὑποκλινόμενοι οἱ δύο κυριώτατοι ἐκπρόσωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Μωϋσῆς καί Ἠλίας, συζητοῦν υἱκῶς γιά τήν ''ἔξοδο'' τοῦ Χριστοῦ ἀναμένοντες ἑπομένως μέ λευκή ἀγωνία καί γλυκειά προσδοκία τό σωτήριον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τους καί τήν ἔνδοξο Ἀνάστασί Του, διότι ἤξεραν τίς συνέπειες αὐτῶν τῶν γεγονότων, πού εἶναι τά ποιητικά τῆς σωτηρίας, κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα.
Ἀμέτρητα εἶναι τά γεγονότα καί οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού προεικονίζουν τήν ἔλευσι καί τήν δρᾶσι τοῦ Μεσσία Χριστοῦ.
Ἐπίσης, μέ τήν παρουσία τοῦ Μωϋσῆ, κεκοιμημένου ἀπό αἰῶνες πρίν, καί τοῦ Ἠλία, πού δέν ἔχει ἀκόμη γνωρίσει θάνατον, δηλώνεται πρῶτον ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Αὐτό βέβαια φαίνεται κυρίως στήν περίπτωσι τοῦ Μωϋσῆ πού ἤδη εἶχε κοιμηθῆ. Καί δεύτερον, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἀφοῦ συνεκέντρωσε δίπλα Του καί ἐκπρόσωπο τῶν κεκοιμημένων, τόν Μωϋσῆ, καί τῶν ζώντων, τόν Ἠλία. Ὁ Χριστός εὑρίσκεται στό κέντρον ὡς ἡ Αὐτοζωή καί ὡς τό Αὐτοφῶς καί ἡ πηγή τῆς Ζωῆς καί τοῦ Φωτός τοῦ σύμπαντος κόσμου, πού τόν ἐδημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενός, ἐκ τοῦ μή ὄντος. Ἐπί πλέον δέ, ὄχι ἁπλῶς τόν ἐδημιούργησε, ἀλλά καί τόν συντηρεῖ καί θά τόν μεταλλάξη καί θά διορθώση, καί μάλιστα μέ τό παραπάνω, τήν πρώτη ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου. Καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντισταθῆ στήν πανσθενουργό θέλησί Του. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἠλιθιότης ἐντός καί ἐκτός τοῦ σύμπαντος, δηλαδή ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα ἀπό τήν ἠλιθιότητα πού ἐγνώριζε καί ἐννοοῦσε τότε ὁ Ἀϊνστάϊν, ἀπό τήν ἐμμονή κάποιων, πού νομίζουν, ὅτι μέ τά μέσα, εἴτε τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, εἴτε τῶν μέσων ἐνημερώσεως, εἴτε τοῦ χρήματος, κλπ., θά καταφέρουν νά ματαιώσουν τό τελικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. ''Συντριβήσονται ὡς σκεύη κεραμέως...''.
Ἕνα ἄλλο τώρα διευκρινιστέον σημεῖον εἶναι ὅτι ὁ Πέτρος ἐζήτησε τρεῖς σκηνές, ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἀπερίγραπτης ὀμορφιᾶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, πού ὄντως γιά ὅποιον τό ἔχει ζήσει εἶναι τό θαῦμα τῶν θαυμάτων - ἀλλά εὐτυχοδυστυχῶς δέν λέγεται μέ λόγια -, ξέχασε ἐκεῖ στό Θαβώρ καί τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους δύο Ἀποστόλους. Γι᾽ αὐτό ζήτησε τρεῖς μόνον σκηνές καί ὄχι ἕξι, διότι δέν ἤθελε ποτέ νά τελειώση αὐτή ἡ θεϊκή ἐμπειρία στό Θαβώρ. Παρά ταῦτα ὅμως, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν εἶχε πλήρη αὐτοσυνειδησία, ἀλλά ἀντιθέτως εἶχε τό ἄκρον ἄωτον τῆς προσωπικῆς του αὐτοσυνειδησίας.
Ἐπίσης, στήν Μεταμόρφωσι προφανῶς φαίνεται ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ μέ τήν Πατρική φωνή πού ἀκούσθηκε καί μέ τήν φωτεινή Νεφέλη πού τούς ἐπεσκίασε.
Ἀκόμη νά ποῦμε ὅτι ἡ λέξις ''Θαβώρ'' σημαίνει ''ἔλευσις φωτός''. Γι᾽ αὐτό, ὄχι τυχαῖα ἀναφέρεται προφητικά στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπερ καί ἐγένετο κατά κυριολεξίαν στό ὑπερφυές γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως.
Ἀκόμη, παραλείψαμε νά ἀναφέρωμε τήν ἐπί πλέον βαρύτητα τῆς παρουσίας τοῦ Μωϋσέως, ἐφ᾽ ὅσον στό Δευτερονόμιο σαφῶς εἶχε ὁ ἴδιος ὁ Μωϋσῆς ἀποκαλύψει ὅτι ''θά στείλη ὁ Θεός Προφήτην στούς ἀνθρώπους ἀνώτερον ἀπό ἐκεῖνον καί ὅτι ὀφείλουν οἱ Ἰσραηλῖτες νά ὑπακούσουν στά προστάγματα Αὐτοῦ''. Ἄρα, ἔγιναν παρήκοοι, ὄχι μόνον στόν Χριστόν, ἀλλά καί στόν Μωϋσῆν, γιά τόν ὁποῖον οἱ ἴδιοι ματαίως καί ἀνώφελα ἐκαυχῶντο.
Σχετικά λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅτι στήν Μεταμόρφωσι ὁ Χριστός «οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος οὐδέ εἰς ὅπερ οὐκ ἦν μεταβαλόμενος, ἀλλ᾽ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος». Δέν μετεβλήθη σέ κάτι, ἀλλά ἐφανέρωσε λίγο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν.
Ὅπως καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔδειξε ὅλην τήν Θεότητα, ἀλλά μία μικρή ἐνέργειά Της. Διότι, ναί μέν ἔχομε σαφῶς θεοαποκάλυψι στήν Μεταμόρφωσι, ἀλλά ταυτόχρονα καί ἀσυγκρίτως περισσότερο, ἔχομε θεοσυγκάλυψι. Καί φυσικά ἔχομε ἀσυγκρίτως περισσότερο θεοσυγκάλυψι παρά θεοαποκάλυψι, διότι ἀπό τό ἄπειρο τῆς Θεότητος, ἄν ἀποκαλυφθῆ ἕνα μέρος, ὅσο μεγάλο κι ἄν εἶναι αὐτό, πάλι παραμένει ἄπειρο τό μή ἀποκαλυπτόμενον.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό θέμα ''Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ'' εἶναι ἀνεξάντλητο. Ἤδη σκοπίμως ἔχομε ὑπερβῆ τόν χρόνο, ἀλλά στήν ζωή μας πολλές φορές ἀπαιτοῦνται καί ὠφέλιμες καί σωτήριες ὑπερβάσεις.
Ἄς ἀρχίσωμε σιγά-σιγά νά κλείνωμε τό θέμα αὐτό καί ἄλλη φορά, πρῶτα ὁ Θεός, θά ἀναλύσωμε ἄλλες πτυχές του, ὅπως τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ἐθεούργησε στήν ἀνθρωπίνη φύσι πού προσέλαβε, ἤ πόσους ἡλίους εἶδαν οἱ Μαθηταί στό Θαβώρ, ἕναν, δύο ἤ περισσοτέρους, καί γιατί; Συμμετεῖχαν, ἄραγε καί οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις στό Θεῖον Φῶς; Γιατί ὁ Χριστός, ἐπί πλέον, δέν ἐπῆρε ὅλους τούς Μαθητές, κλπ., θέματα πού πρέπει κάποτε νά τά ἀναλύσωμε. Ἀλλά ὅμως καί γιά νά μή σᾶς κρατήσω σέ κάποια ἀγωνία, μιᾶς καί ἀνέφερα αὐτά τά ἐρωτήματα, σήμερα, ἁπλῶς ἀπαντοῦμε, πάντα σέ πατερική βάσι, σχεδόν μονολεκτικά.
Στό πρῶτο: Δέν σημαίνει ὅτι μόνον τότε ἐθεουργήθηκε ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ, στό Θαβώρ δηλαδή, διότι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐθεουργήθηκε-ἐθεώθηκε ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεώς Του. Τότε ἡ Θεότητα ἐθέωσε τήν ἀνθρωπίνη φύσι, ''ἅμα τῇ συλλήψει'' - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στό δεύτερο τώρα ἐρώτημα ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι, ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιος Νικόδημος, Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος καί πολλοί ἄλλοι Πατέρες, στήν ἀρχή οἱ Μαθητές ἔβλεπαν δύο ἡλίους, τόν φυσικό γνωστό ἥλιο, ἀλλά καί τόν νοητό Ἥλιο, τόν Χριστό δηλαδή. Μετά ὅμως, πού ὑπερίσχυσε τό θεῖον Φῶς, τό ὁποῖο ἐξεπέμπετο ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐχάθη ἡ αἴσθησις τοῦ φυσικοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου, ὄχι ὅτι δέν ὑπῆρχε φυσικά, ἀλλά ἐχάθη ἡ αἴσθησίς του συγκρινομένη μέ τήν ἔντασι τοῦ θεϊκοῦ Φωτός. Διότι, ὅπως ὅταν ἀνατέλη ὁ ἥλιος χάνεται ἡ λάμψις τῶν ἄστρων, ἔτσι καί ὅταν ἀπεκαλύφθη ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἐχάθη ἡ αἴσθησις τοῦ αἰσθητοῦ γνωστοῦ μας φυσικοῦ ἡλίου ἀπό τά μάτια τῶν Μαθητῶν.
Στό τρίτο τώρα ἐρώτημα ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι στό Θαβώρ ἔχομε καί μεταμόρφωσι τῶν Μαθητῶν, ὅπως τό προανεφέραμε, σέ ὅλη τους τήν ἀνθρωπίνη ψυχοσωματική ὕπαρξι. Οἱ Μαθηταί δέν εἶδαν τό θεῖον Φῶς μόνον μέ τόν νοῦ τους, τήν πνευματική τους δηλαδή καρδία, τό κέντρο τῆς ψυχῆς τους, τό μάτι τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά εἶδαν τό θεῖον Φῶς καί μέ αὐτές τίς σωματικές αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως προηγουμένως ἐνεδυναμώθησαν καί ἔτσι, καί μόνον ἔτσι, ἠμπόρεσαν νά δοῦν αὐτό τό θεῖο Φῶς. Καί ἐννοεῖται ὅτι ἐνεδυναμώθησαν ἀπό τήν ἄκτιστη θεϊκή ἐνέργεια, διότι οἱ σωματικές αἰσθήσεις εἶναι τυφλές, ὅπως καί ὅλα τά ἀνθρώπινα ὄργανα καί κατασκευάσματα εἶναι τυφλά ὡς πρός τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή οἱ ὀφθαλμοί τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κτιστοί καί δέν ἠμποροῦν νά δοῦν τό ἄκτιστο Φῶς.
Ἐδῶ δέν μποροῦμε νά δοῦμε μέ τά μάτια μας καί τίς αἰσθήσεις μας δικά μας δημιουργήματα, ραδιοκύματα, κλπ. Πῶς θέλομε, ἔχομε τό θράσος νά δοῦμε τό ἄκτιστον θεῖο Φῶς μέ τά κτιστά μας μάτια πρίν αὐτά ἐνδυναμωθοῦν δηλαδή ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾽ αὐτό καί ἔπρεπε πρῶτα νά ἀλλοιωθοῦν ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί οὕτω ἀξιώθησαν νά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά ἀναλύει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Καί στό τελευταῖο ἐρώτημα, ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔπρεπε νά πάρη ὅλους τούς Μαθητές στό Θαβώρ, διότι θά ἦταν ἀναγκασμένος νά πάρη καί τόν Ἰούδα, πού προφανῶς δέν ἔπρεπε.
Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά, κατανοοῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ὅπως ἄστοχα θεωρῆται - καί σ᾽ αὐτό εὐθυνόμεθα καί ἐμεῖς οἱ ρηχοί σύγχρονοι Χριστιανοί -, μία ἐπιδερμική ψυχοπαθητική ἐμμονή σέ κάποια ἠθικιστικά κρύα καί ἄχαρα στερεότυπα, ἀλλά εἶναι ἄσκησις, κάθαρσις, φωτισμός καί θέωσις. Καί ὁ μέγας πλοῦτος τῆς Χάριτος προσφέρεται ἀπροσωπολήπτως μόνον στόν ''ἐνηλικιωμένο'' ἐν Χριστῷ Χριστιανό καί ὄχι σέ ὅποιον ρηχά ἀρέσκεται νά τρέφεται μία ζωή, ὄχι μέ στερεά πνευματική τροφή, ὅπως λέγει σχετικά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά μόνο μέ γάλα, καί μάλιστα ''σκόνη'', καί αὐτή ληγμένη. Διότι πάντα, αὐτός ὁ Χριστιανός κατ᾽ ὄνομα, εὑρίσκεται σέ νηπιακή πνευματική κατάστασι χωρίς κἄν νά τό καταλαβαίνη.
Λοιπόν, εὔχομαι σέ ὅλους ''καλή χριστοενηλικίωσι''.
Ἀμήν. Γένοιτο!
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ὁ κυριώτερος τελικός σκοπός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι παρά ἡ ''ἔνδυσις'' τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἄκτιστο θεῖο Φῶς, μέ τήν ἀΐδια ἄφθαρτη στολή τῆς Θεότητος.
Ἐκεῖ στό Θαβώρ ὁ Χριστός ἐφανέρωσε πεπερασμένο μέρος τῆς ἀπείρου θεϊκῆς δόξης Του, ἐντός βέβαια τοῦ μέτρου τῆς τότε ἀνθρωπίνης πνευματικῆς χωρητικότητος τῶν τριῶν Μαθητῶν. Συνέπεια δέ αὐτοῦ ἦταν νά γευθοῦν οἱ τρεῖς αὐτοί Μαθηταί τήν προκαταβολή, τό προΐμιο τῆς πανενδόξου μελλοντικῆς ἄχρονης καί αἰωνίου ὁρατῆς τοῦ Θεοῦ θεοφανείας, ὅπως αὐτά τά ἐπεξηγεῖ χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κατά τήν ἔνδοξο δηλαδή Βασιλεία Του, μετά τήν Δευτέρα Παρουσία.
Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ ἔγινε κατά τήν διάρκεια τῆς κατευθύνσεως τοῦ Χριστοῦ πρός τήν ἁγία πόλι Σιών, ὅπου ἐπρόκειτο ἑκουσίως νά σταυρωθῆ πάσχοντας ὑπέρ ἡμῶν καί ἀντί ἡμῶν, ὑπέρ τῆς τοῦ σύμπαντος κόσμου σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε στό Θαβώρ ἡ συζήτησις τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, πού ὡς γνωστόν τότε θαυματουργικῶς καί ὑπερφυῶς ἐκεῖ ἐνεφανίσθησαν, ἡ ὅλη συζήτησις περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν ἁγίαν ''ἔξοδον'' Αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, ἡ ὁποία θά ἐλάμβανε χώραν μέ τόν σταυρικόν Του θάνατον, μέ τήν ἔνδοξον τριήμερον ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασίν Του καί τήν ὁλόσωμον εἰς Οὐρανούς Ἀνάληψίν Του. Καί ὅλα αὐτά σύμφωνα πάντα μέ τίς σαφέστατες ποικίλες προτυπώσεις τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν.
Ἡ ἄκτιστος Θεία ἐνέργεια, δηλαδή αὐτή ἡ λάμψις τῆς Μεταμορφώσεως, συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν δόξα τοῦ Σταυροῦ, γιατί ὁ Σταυρός εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτό ἔχει ἄμεση καί ἀπαραίτητη συνέπεια γιά μᾶς ὅτι, προκειμένου νά μεταμορφωθοῦμε ἐν Χριστῷ, δηλαδή νά οἰκειοποιηθοῦμε τήν θεϊκή λάμψι πού ἔδωσε στήν ἀνθρωπίνη φύσι ὁ Χριστός, πρέπει νά ἀναζωγραφήσωμε ἐν ἑαυτοῖς τά ὑστερήματα τῶν σωτηρίων παθημάτων Αὐτοῦ. Μόνον δηλαδή μέ τό ἔμπρακτο ἀγκάλιασμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ δόξα Του, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ τό εἶναι τῆς ἀνθρωπίνης ἡμῶν ταλαιπώρου ζωῆς καί μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπον καί ὅλον τόν κόσμον.
Στό ὑπερφυές γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ Κύριός μας, ἔχοντας πάρει μαζί Του τούς τρεῖς προκρίτους Μαθητάς, Πέτρον, Ἰάκωβον καί Ἰωάννην, μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἐφ᾽ ὅσον ὡς γνωστόν τό πρόσωπόν Του ἐφάνη ''ἕτερον'', ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, λάμποντας δηλαδή ὡς ὁ ἥλιος, ἡλίου μᾶλλον τηλαυγέστερον, καί τά ροῦχα Του μετηλλάγησαν γενόμενα λευκά, ἐξαστράπτοντα καί φωτεινά. Ἐπίσης, ἔνθεν καί ἔνθεν, ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, ἐνεφανίσθησαν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας καί οὐρανόθεν ἠκούσθη ἡ πατρική φωνή, ἡ φωνή δηλαδή τοῦ πρώτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς μιᾶς Θεότητος, λέγουσα ὅτι «αὐτός ἐστίν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτοῦ ἀκούετε». Αὐτόν νά ἀκοῦτε.
Ὅλη αὐτή ἡ θεοφάνεια, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάλογα χαρακτηριστικά μέ τήν Βάπτισι τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε χώραν μέσα σέ ἕνα θεϊκό ''νέφος'' - ὄχι σέ φυσικό νέφος -, τό ὁποῖο βέβαια καί τούς περιέλαμψε.
Ἐφοβήθησαν δέ ὁ Πέτρος καί οἱ ἄλλοι δύο, ὅταν ὁ Χριστός καί οἱ δύο Προφῆται, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, ἐμβῆκαν στήν νεφέλη, ἐφ᾽ ὅσον αὐτό τό ξένον καί ἀλλότριον ''σύννεφον'' ἦτο ἐμφανές σημάδι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Μή ἀντέχοντας δηλαδή τότε οἱ πήλινες καρδιές τους τό θεϊκό ἐκεῖνο καί ὑπερφυές θέαμα, ἔπεσαν πρηνεῖς. Ὁ δέ Πέτρος, κάποια στιγμή, μή γνωρίζοντας βέβαια τί ἔλεγε, διότι, καί τά ἔχασε, ἀλλά καί ἐγοητεύθη ἀπροσδοκήτως ὑπέρ τήν ἀνθρωπίνη του τότε ἀντοχή καί βλέποντας ἐπί πλέον τούς Μωϋσῆ καί Ἠλία νά συνομιλοῦν μέ τόν Κύριό του, εἶπε ἀπευθυνόμενος εἰς τόν Κύριον:
«Κύριε, καλά εἶναι νά μείνωμε ἐδῶ. Ἄς κάνωμε λοιπόν - ὡμίλησε πολύ ἀνθρωπίνως βέβαια - τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα καί ἀπό μία γιά τούς δύο Προφήτας» ''μή εἰδώς'', βέβαια ''ὅ ἐλάλει'', μή ἔχων ἐπίγνωσιν τοῦ τί ἔλεγε. Ἐφαντάσθη, ὅτι ἡ Μεταμόρφωσις θά παρετείνετο παντοτεινά. Καί σφαλερά ἐνόμιζε, ἀλλά ἀπό καλή διάθεσι, ὅτι ἔτσι ἴσως θά ἐματαιώνετο ἡ ''ἔξοδος'' τοῦ Κυρίου καί δέν θά συνέβαινε ὁ σταυρικός Του θάνατος.
Μετά δέ τήν Μεταμόρφωσι εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος, χωρίς τούς δύο Προφῆτες, παραγγέλοντας στούς τρεῖς Μαθητάς νά μήν ἀναφέρουν τίποτε ἀπολύτως ἀπό ὅσα εἶδαν ἕως ὅτου ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια, αὐτήν τήν παραγγελία τήν ἔκανε ὁ Ἰησοῦς γιά πολλούς γνωστούς καί ἀγνώστους λόγους, καί ταπεινοφροσύνης ἕνεκεν, ἀλλά καί γιά νά μή σκανδαλισθοῦν ἐκεῖνοι πού, ἐνῶ θά εἶχαν ἀκούσει ὅλα αὐτά τά θαυμάσια πού ἔλαβαν χώρα στό Θαβώρ, μετά θά Τόν ἔβλεπαν ἐξευτελιζόμενο ἕως θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Καί ἴσως ἔτσι, ἔχοντες τήν ἀνθρωπίνη ἀδυναμία καί τήν ἀνθρωπίνη τρεπτότητα, θά τόν ἐνόμιζαν ὡς πλᾶνο καί ὡς ἀδύναμο.
Ἀναμφισβήτητα, στό Θαβώρ ἔχομε τρόπον τινά τήν περίληψι ἤ μᾶλλον τήν συμπύκνωσι τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό ποιός εἶναι ὁ Χριστός, γιά ποιόν σκοπό ὁ Θεός Λόγος ἐνηνθρώπησε, ποιά ἡ σχέσις Χριστοῦ μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, πῶς θά ἐπιτευχθῆ ἡ σωτηρία τῆς ὅλης κτίσεως, ἡ ὁποία τώρα, παρά τίς ὀμορφιές της συστενάζει, λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἀνθρωπίνου ἁμαρτήματος, κλπ.
Ἄς ἀναφέρωμε ὅμως στό σημεῖο αὐτό κάποια λίγα θεολογικά μηνύματα ἀπορρέοντα ἐκ τῆς Μεταμορφώσεως.
Κατ᾽ ἀρχάς νά τονίσωμε πάλιν καί πολλάκις ὅτι ὁ Χριστός, ὡς τέλειος Θεός πού ἦταν, δέν ὑπέστη στήν Μεταμόρφωσι καμμία ἀλλοίωσι ἤ βελτίωσι ἤ περαιτέρω δοξασμό ἤ ἀλλαγή. Δέν μετεβλήθη ὁ Κύριος - ἄπαγε τῆς βλασφημίας! - σέ κάτι πού δῆθεν δέν ἦταν. Δέν μεταβάλλεται ποτέ ὁ Θεός ὡς πρός τήν δόξαν Του ἤ τήν οὐσία Του. Οὔτε βελτιώνεται ποτέ ὁ Θεός. Διότι, ἄν κάποια στιγμή, ὑποτεθείσθω ὅτι ἐδοξάζετο ἀκόμη περισσότερο ἡ Θεότητα, θά ἐσήμαινε αὐτομάτως ὅτι πρίν ἦτο, σχετικά μέ τό μετά, ἀτελής, πρᾶγμα βέβαια πέρα γιά πέρα ἄτοπον γιά τόν Θεό.
Ἁπλῶς λοιπόν στήν Μεταμόρφωσι ὁ Χριστός ἐφανέρωσε ἐλαχιστότατα λίγο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν ἀθέατο εἰς τήν ἀνθρωπίνη δεκτικότητα καί δυνατότητα. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε, ἐκτός τῶν ἄλλων, τονίζουν σχετικά οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ στήν πραγματικότητα εἶναι καί μεταμόρφωσις τῶν ἰδίων, τῶν τριῶν προκρίτων Μαθητῶν. Μέχρι νά γνωρίσουν, οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέρος τῆς θεϊκῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, μοιραῖα καί ἀναπόφευκτα ἀντιλαμβάνονταν στήν πρᾶξι τόν Κύριο κυρίως ὡς ἄνθρωπο, ἔστω ὑπερέχοντα, ἔστω Προφήτη, ἐφ᾽ ὅσον ἐλάχιστα ἐννοοῦσαν τό θεϊκό εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τήν θεϊκή Του ἄχρονη, ἀΐδια καταγωγή. Γι᾽ αὐτό ἐπί παραδείγματι οἱ Ἀπόστολοι δέν εἶχαν ἀντιληφθῆ τό βαθύτερο νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀπευθυνόμενος στούς Φαρισαίους εἶπε «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμί» (Ἰωάν. η´, 58).
Στό ὄρος λοιπόν Θαβώρ ἀναγεννῶνται πνευματικά, ἄνωθεν, οἱ τρεῖς Μαθηταί, ἐφ᾽ ὅσον ἐκεῖ καί τότε ἄνοιξαν οἱ προσωπικοί πνευματικοί τους ὀφθαλμοί ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, πού ὡς ''νέφος'' τούς περιέλουσε.
Στήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα διαχρονικά τονίζεται ὅτι ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα τῆς σχέσεώς μας μέ τόν Θεό, εἴτε ὑπερλειτουργοῦν, ὅπως στούς Ἁγίους, εἴτε ἁπλᾶ λειτουργοῦν, εἴτε ὑπολειτουργοῦν, εἴτε πάρα-πάρα πολλές φορές, δυστυχῶς, οὔτε κἄν ὑπάρχουν οἱ λεγόμενες ''πνευματικές αἰσθήσεις''. Ἔτσι λοιπόν μόνον μέ τούς μετασκευασμένους ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὀφθαλμούς ἠμπόρεσαν οἱ τρεῖς πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν νά γίνουν ἀποδέκτες τοῦ θεϊκοῦ αὐτοῦ Φωτός, ἐκεῖ εἰς τό Θαβώρ. «Ἐνηλλάγησαν τό πρῶτον, ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καί οὕτω, καί μόνον οὕτω, τήν ἐναλλαγήν εἶδον». Γι᾽ αὐτό τονίζεται ὅτι εἰς τό Θαβώρ, πάντα ὡς θεῖο δῶρο, ἔχομε μεταμόρφωσι τῶν Μαθητῶν, πού μέ ''ἄλλα'' μάτια εἶδαν ἐκεῖνα τά θεσπέσια καί ὑπερφυῆ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό ἄλλωστε ἐπισημαίνεται καί στήν φρᾶσι «ἐν τῷ Φωτί σου Κύριε ὀψόμεθα Φῶς». Μόνον δηλαδή μέ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, μέ τό ''θεοτηλεσκόπιο'', μποροῦμε νά ἀνιχνεύσωμε τό ἀνεξιχνίαστο θεῖο Φῶς καί νά μετάσχωμε ὀντολογικά σέ αὐτό. Κανένα ἀνθρώπινο μηχάνημα δέν μπορεῖ, ὄχι ἁπλῶς νά ἀνιχνεύση τό θεῖο Φῶς, ἀλλά οὔτε τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί ὅλα βέβαια τά πνευματικά φαινόμενα, οὔτε βέβαια καί τίς δαιμονικές δυνάμεις.
Εἶναι μοιραῖο, δέν γίνεται διαφορετικά, ὁ ἄνθρωπος βλέπει συναρτήσει, ἀναλόγως δηλαδή, τοῦ ὅ,τι ἔχει μέσα του.
Ἐδῶ νά κάνωμε μία παρένθεσι. Θυμηθεῖτε τί ἀνθρωπομορφική, φθηνή δηλαδή, εἰκόνα θά ἤθελε νά ἔχη περί Θεοῦ ἕνας ὄντως μεγάλος κατά τά ἄλλα ἐπιστήμων, κάποιος ἀστροναύτης, ἤ μᾶλλον ''ἀστροχάφτης'' τοῦ ὀρθολογισμοῦ του, ὅταν, γυρίζοντας ἀπό τό διάστημα, ἀπεφάνθη ὅτι δέν εἶδε πουθενά τόν Θεό! Ποῦ δηλαδή; Στό διάστημα... Λές καί ὁ Θεός θά ἦταν ἁπλῶς κάποιο καλύτερο ἀπό τόν ἄνθρωπο κατασκεύασμα, πού θά εὑρίσκετο σέ ''ἐπιεικῆ ἐξορία'' στό διπλανό μας διάστημα, στήν διαστημική δηλαδή γειτονιά μας, καί ἐκεῖ δέν θά εἶχε τήν δυνατότητα νά μᾶς ἐπισκέπτεται αὐτό τό ''ὑπεράνθρωπο ὄν'' ὅλους, ἐφ᾽ ὅσον μόνον ἐκεῖ θά μποροῦσε νά κάθεται, καί πολλές φορές μάλιστα θά περίμενε αὐτός ὁ «Θεός» κάποιος ἀστροναύτης νά τόν ἀνακαλύψη λίγο πιό πέρα γιά νά τοῦ κάνη σύν τοῖς ἄλλοις καί λίγο παρέα...! Λές καί ὁ Θεός ἐντάσσεται στίς συνθῆκες τοῦ ὄγκου, τοῦ χώρου ἤ τῆς κτιστῆς γνωστῆς ἤ μᾶλλον ἄγνωστης κατά τό περισσότερον ὑλοενέργειας. Ἀλλοίμονο!
Εἶχε δίκιο ἐν προκειμένῳ ὁ Ἀϊνστάϊν πού εἶπε περίπου: ''Τό σύμπαν, ἄν καί ἀπέραντο πρακτικά καί ἀσύλληπτο, ἴσως κάποτε νά μετρηθῆ. Ἡ ἀνθρωπίνη ὅμως ἠλιθιότης δέν μετριέται μέ τίποτε. Εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερη καί ἀπό αὐτό τό ἀπέραντο σύμπαν''...
Ἐπανερχόμενοι τώρα στό καθ᾽ ἑαυτό θέμα μας, τονίζομε ὅτι στήν Μεταμόρφωσι οἱ Μαθητές δέν μετεῖχαν στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Διότι κανένα λογικό κτίσμα, οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος -μεγάλη ἡ Χάρι Της - μποροῦν νά μετάσχουν στήν ἀμέθεκτη καί ἀκοινώνητη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνον στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά κυριολεκτήσωμε, τά ἄξια λογικά κτίσματα μποροῦν νά μετάσχουν μόνον στό πολύ μικρό σχετικά ποσοστό τῆς ἄμετρης θείας ἐνέργειας καί δόξας, τό ὁποῖο στίς θεοφάνειες ἀποκαλύπτεται.
Γι᾽ αὐτό τονίζεται καί στό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, οἱ Μαθηταί εἶδαν ''καθώς ἠδύναντο'', ὅσο μποροῦσαν νά ἀντέξουν ἐκ τοῦ θείου Φωτός καί Χάριτος, «ἵνα μή σύν τῇ ὁράσει καί τό ζῆν ἀπωλέσωσι'', ὅπως λέγει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς. Διότι, ἐάν ἔπαιρναν μεγαλυτέρα ποσότητα θείας ἡδονῆς - διότι περί θείας ἡδονῆς πρόκειται ὅταν ὁμιλοῦμε γιά τό θεῖο Φῶς -, θά ἐδιαλύωντο καί θά ἐπέθαιναν. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἰδῆ τόν Θεόν ἐπάνω ἀπό μία ἐπιτρεπτή, σχετικά πολύ μικρή, ποσότητα δόξης Του καί μετά νά ζήση. Αὐτό ἄλλωστε εἶπε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ, καί ὄχι μόνον ἐκεῖ.
Ἀλλά παρά ταῦτα, αὐτές οἱ θεωρίες-ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ πού λαμβάνουν χώραν διαχρονικά στούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅ,τι τό ἀνώτερο, ὅ,τι τό ἡδονικώτερο, ὅ,τι τό ἱερώτερο, ὅ,τι τό ὠφελιμώτερο, ὅ,τι ὅμως, δυστυχῶς γιά ἐμᾶς τούς ὑπολοίπους, καί τό ἀγνωστότερο, πού μπορεῖ νά συμβῆ στό ταλαίπωρο ἀνθρώπινο γένος, πού ὡς μή ὤφειλε παραπαίει μέσα στά γρανάζια καί στά ἀνθρωποκτόνα σκότη τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι πέρα γιά πέρα ἄρρωστο καί οὔτε κἄν τό φαντάζεται.
Ἐπίσης, ἕνας ἄλλος λόγος πού συνέβη πρό τοῦ Πάθους ἡ Μεταμόρφωσις, σαράντα ἡμέρες πρίν, ἦταν γιά νά συνειδητοποιήσουν οἱ Μαθηταί ὅτι τό ἑκούσιον Πάθος τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης Χριστοῦ ἦτο προσωπική Του ἐπιλογή προκειμένου ἔτσι νά σωθῆ τό ἀνθρώπινο γένος.
Ἀκόμη, μέ τήν Μεταμόρφωσι ξεδιπλώνεται καί τό μεγαλεῖο τῆς προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι παρά ἡ κατ᾽ ἀναλογίαν βέβαια μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ''θέωσι'' δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου. Διότι, ὅπως ἔλαμψε ὁ Χριστός, ἔτσι, σύμφωνα μέ τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσί Του, θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά λάμψουν ὅμως ὡς δευτερογενεῖς χριστοτροφοδοτούμενοι ἥλιοι ἀντανακλῶντες καί βιώνοντες τό Φῶς τῆς μιᾶς Τριαδικῆς Θεότητος.
Καί ὅλα αὐτά ἀπορρέουν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἐνσωμάτωσε τόν ἄνθρωπο στόν ἴδιο Του τόν Ἑαυτό, πρᾶγμα τό ὁποῖο τελεσιουργεῖται καί ἐνεργοποιεῖται μέ τό Βάπτισμα καί αὐξάνεται μέσα μόνον στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῶν Μυστηρίων καί διά τοῦ ἐκκλησιαστικοκανοναρχούμενου προσωπικοῦ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ, πού ἔτσι ἀποκτᾶ ὡς περιουσία του τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ πραγματική περιουσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καί ἐνῷ ὁ πραγματικός πιστός εἶναι μέλος τοῦ Χριστοῦ καί δική Του προέκτασις, χριστοειδής προέκτασις, ταυτόχρονα κατέχει ὁ πιστός τόν Χριστόν καί ὁλόκληρον καί γίνεται ἀσυγκρίτως ὄντως ἀνώτερος καί κυρίαρχος ὅλης τῆς πλάσης, θεός κατά Χάριν. Διότι, ὅ,τι ζεῖ ὁ Χριστός αὐτό θά ἀποτελέση, καί ἤδη ἀποτελεῖ, ζωή τῶν πραγματικά Χριστιανῶν.
Ἐπίσης, κάτι ἀνάλογο θά συμβῆ καί στήν ὅλη Δημιουργία, διότι, ὅπως ''ἄλλαξαν'' τά ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, πού τά ροῦχα εἶναι προϊόν καί ἀντιπρόσωπος τῆς ἀλόγου κτιστῆς Δημιουργίας, ἔτσι ἀναμένεται ὁ ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμός καί σωτηρία ὅλης τῆς Δημιουργίας. Διότι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι οὔτε ἰδεαλισμός, οὔτε ἰδεοκρατία. Πιό ἁπλᾶ, δέν περιφρονεῖ τήν ὕλη, ὅπως σφαλερῶς θεωρῆται καί νομίζεται, ἀλλά χτυπᾶ τήν ἁμαρτία, πού εἶναι ἡ αἰτία καταστροφῆς τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, ἀλλά καί αἰτία παραμορφώσεως, φθορᾶς καί καταστροφῆς τοῦ ὅλου σύμπαντος. Διότι, ἐνῷ τό ἀρχικό κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ φύσις, τό περιβάλλον, νά προσβλέπη καί νά ὑπηρετῆ τόν ἐξουσιάζοντα βασιλικῶς ἄνθρωπο, ἔχει μεταστραφῆ πολλές φορές ὡς νούμερο ἕνα ἀπειλή του μέ τό φυσικό κακό πού ὑπάρχει διάχυτο (ἀρρώστειες, θάνατοι, θεομηνεῖες, σεισμοί καί πολλά ἄλλα...).
Ἐπίσης, νά ἐξετάσωμε, ὅσο πιό περιληπτικά γίνεται, γιατί ἐφάνησαν στήν Μεταμόρφωσι
ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πρόσωπα σημαντικώτατα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μέ αὐτό ἐπισημαίνεται πάλιν καί πολλάκις, ἔτι καί ἔτι, ὅτι ὁ βασιλεύς Χριστός εἶναι ὁ ὄντως Κυριεύων τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἀποδεικνύεται ὅτι μέ τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχομε τόν ἀφανισμό τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Ἐπίσης, προτυπώνεται ἡ Κοινή Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Ὁ Ἠλίας, μή γνωρίσας θάνατον εἶναι ἐκπρόσωπος τῶν ζώντων, ἐνῷ ὁ Μωϋσῆς εἶναι ἐκπρόσωπος τῶν κεκοιμημένων.
Ἐπίσης, διατρανώνεται ὅτι ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τόν πυρῆνα, τό πνευματικό κέντρο βάρους δηλαδή, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Διότι, ἡ Παλαιά Διαθήκη, πού συμπυκνώνεται στόν Νόμο, στόν Μωϋσῆ δηλαδή καί τούς Προφήτας, στόν Ἠλία δηλαδή, ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, τήν παιδαγωγόν εἰς Χριστόν, πού κορυφώνεται καί ὁλοκληροῦται εἰς τήν Καινή Διαθήκη. Ἔτσι, ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο ἀναπόσπαστο γεγονός θεοαποκαλύψεως, πού ἄν ἀπομονώσωμε ἤ ὑποτιμήσωμε τό ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τά ''σπάσωμε'' μεταξύ τους ἐννοιολογικῶς, τότε τά διαστρεβλώνομε καί τά δύο. Δέν ἔχουν νόημα δηλαδή τό καθένα αὐτοτελῶς, ξεχωριστά. Πέφτουν καί τά δύο στό κενό, ἄν τά διαχωρίσωμε.
Πρέπει νά ἐννοήσωμε ὅτι ὁ κατ᾽ ἐξοχήν χαρακτῆρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι χριστοκεντρικός. Ὅπως λέγουν κάποιοι Ἅγιοι Πατέρες, π.χ. ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι σκιά, ἐνῷ ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι εἰκών τῶν Ἐσχάτων, πού, μέσα στόν λειτουργικό χρόνο τῆς Ἐκκλησίας μας τά Ἔσχατα τά ζοῦμε ἤδη ὡς γεγονότα διά τῆς ἐμπειρίας ''δυνάμει'', καί ἀπομένει τό ''ἐνεργείᾳ'' ὅταν θά ἀνατείλη ἡ ἄχρονη αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Βλέπετε, οἱ φθονεροί ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δῆθεν ὁ Χριστός ἦταν ἀντίθετος στόν Νόμο καί τούς Προφῆτες, ἔχοντας πλήρη οὐσιαστική βέβαια ἄγνοια τῶν Γραφῶν, πρᾶγμα πού πολλές φορές ὁ Χριστός τούς τό ἀπέδειξε ἀκόμη καί λίγο πρό τοῦ σωτηρίου πάθους Του. Ἀλλά ἐδῶ βλέπομε πῶς, ὑποκλινόμενοι οἱ δύο κυριώτατοι ἐκπρόσωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Μωϋσῆς καί Ἠλίας, συζητοῦν υἱκῶς γιά τήν ''ἔξοδο'' τοῦ Χριστοῦ ἀναμένοντες ἑπομένως μέ λευκή ἀγωνία καί γλυκειά προσδοκία τό σωτήριον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τους καί τήν ἔνδοξο Ἀνάστασί Του, διότι ἤξεραν τίς συνέπειες αὐτῶν τῶν γεγονότων, πού εἶναι τά ποιητικά τῆς σωτηρίας, κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα.
Ἀμέτρητα εἶναι τά γεγονότα καί οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού προεικονίζουν τήν ἔλευσι καί τήν δρᾶσι τοῦ Μεσσία Χριστοῦ.
Ἐπίσης, μέ τήν παρουσία τοῦ Μωϋσῆ, κεκοιμημένου ἀπό αἰῶνες πρίν, καί τοῦ Ἠλία, πού δέν ἔχει ἀκόμη γνωρίσει θάνατον, δηλώνεται πρῶτον ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Αὐτό βέβαια φαίνεται κυρίως στήν περίπτωσι τοῦ Μωϋσῆ πού ἤδη εἶχε κοιμηθῆ. Καί δεύτερον, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἀφοῦ συνεκέντρωσε δίπλα Του καί ἐκπρόσωπο τῶν κεκοιμημένων, τόν Μωϋσῆ, καί τῶν ζώντων, τόν Ἠλία. Ὁ Χριστός εὑρίσκεται στό κέντρον ὡς ἡ Αὐτοζωή καί ὡς τό Αὐτοφῶς καί ἡ πηγή τῆς Ζωῆς καί τοῦ Φωτός τοῦ σύμπαντος κόσμου, πού τόν ἐδημιούργησε ἐκ τοῦ μηδενός, ἐκ τοῦ μή ὄντος. Ἐπί πλέον δέ, ὄχι ἁπλῶς τόν ἐδημιούργησε, ἀλλά καί τόν συντηρεῖ καί θά τόν μεταλλάξη καί θά διορθώση, καί μάλιστα μέ τό παραπάνω, τήν πρώτη ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου. Καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντισταθῆ στήν πανσθενουργό θέλησί Του. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἠλιθιότης ἐντός καί ἐκτός τοῦ σύμπαντος, δηλαδή ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα ἀπό τήν ἠλιθιότητα πού ἐγνώριζε καί ἐννοοῦσε τότε ὁ Ἀϊνστάϊν, ἀπό τήν ἐμμονή κάποιων, πού νομίζουν, ὅτι μέ τά μέσα, εἴτε τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, εἴτε τῶν μέσων ἐνημερώσεως, εἴτε τοῦ χρήματος, κλπ., θά καταφέρουν νά ματαιώσουν τό τελικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. ''Συντριβήσονται ὡς σκεύη κεραμέως...''.
Ἕνα ἄλλο τώρα διευκρινιστέον σημεῖον εἶναι ὅτι ὁ Πέτρος ἐζήτησε τρεῖς σκηνές, ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἀπερίγραπτης ὀμορφιᾶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, πού ὄντως γιά ὅποιον τό ἔχει ζήσει εἶναι τό θαῦμα τῶν θαυμάτων - ἀλλά εὐτυχοδυστυχῶς δέν λέγεται μέ λόγια -, ξέχασε ἐκεῖ στό Θαβώρ καί τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους δύο Ἀποστόλους. Γι᾽ αὐτό ζήτησε τρεῖς μόνον σκηνές καί ὄχι ἕξι, διότι δέν ἤθελε ποτέ νά τελειώση αὐτή ἡ θεϊκή ἐμπειρία στό Θαβώρ. Παρά ταῦτα ὅμως, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν εἶχε πλήρη αὐτοσυνειδησία, ἀλλά ἀντιθέτως εἶχε τό ἄκρον ἄωτον τῆς προσωπικῆς του αὐτοσυνειδησίας.
Ἐπίσης, στήν Μεταμόρφωσι προφανῶς φαίνεται ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ μέ τήν Πατρική φωνή πού ἀκούσθηκε καί μέ τήν φωτεινή Νεφέλη πού τούς ἐπεσκίασε.
Ἀκόμη νά ποῦμε ὅτι ἡ λέξις ''Θαβώρ'' σημαίνει ''ἔλευσις φωτός''. Γι᾽ αὐτό, ὄχι τυχαῖα ἀναφέρεται προφητικά στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπερ καί ἐγένετο κατά κυριολεξίαν στό ὑπερφυές γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως.
Ἀκόμη, παραλείψαμε νά ἀναφέρωμε τήν ἐπί πλέον βαρύτητα τῆς παρουσίας τοῦ Μωϋσέως, ἐφ᾽ ὅσον στό Δευτερονόμιο σαφῶς εἶχε ὁ ἴδιος ὁ Μωϋσῆς ἀποκαλύψει ὅτι ''θά στείλη ὁ Θεός Προφήτην στούς ἀνθρώπους ἀνώτερον ἀπό ἐκεῖνον καί ὅτι ὀφείλουν οἱ Ἰσραηλῖτες νά ὑπακούσουν στά προστάγματα Αὐτοῦ''. Ἄρα, ἔγιναν παρήκοοι, ὄχι μόνον στόν Χριστόν, ἀλλά καί στόν Μωϋσῆν, γιά τόν ὁποῖον οἱ ἴδιοι ματαίως καί ἀνώφελα ἐκαυχῶντο.
Σχετικά λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅτι στήν Μεταμόρφωσι ὁ Χριστός «οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος οὐδέ εἰς ὅπερ οὐκ ἦν μεταβαλόμενος, ἀλλ᾽ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος». Δέν μετεβλήθη σέ κάτι, ἀλλά ἐφανέρωσε λίγο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν.
Ὅπως καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔδειξε ὅλην τήν Θεότητα, ἀλλά μία μικρή ἐνέργειά Της. Διότι, ναί μέν ἔχομε σαφῶς θεοαποκάλυψι στήν Μεταμόρφωσι, ἀλλά ταυτόχρονα καί ἀσυγκρίτως περισσότερο, ἔχομε θεοσυγκάλυψι. Καί φυσικά ἔχομε ἀσυγκρίτως περισσότερο θεοσυγκάλυψι παρά θεοαποκάλυψι, διότι ἀπό τό ἄπειρο τῆς Θεότητος, ἄν ἀποκαλυφθῆ ἕνα μέρος, ὅσο μεγάλο κι ἄν εἶναι αὐτό, πάλι παραμένει ἄπειρο τό μή ἀποκαλυπτόμενον.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό θέμα ''Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ'' εἶναι ἀνεξάντλητο. Ἤδη σκοπίμως ἔχομε ὑπερβῆ τόν χρόνο, ἀλλά στήν ζωή μας πολλές φορές ἀπαιτοῦνται καί ὠφέλιμες καί σωτήριες ὑπερβάσεις.
Ἄς ἀρχίσωμε σιγά-σιγά νά κλείνωμε τό θέμα αὐτό καί ἄλλη φορά, πρῶτα ὁ Θεός, θά ἀναλύσωμε ἄλλες πτυχές του, ὅπως τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ἐθεούργησε στήν ἀνθρωπίνη φύσι πού προσέλαβε, ἤ πόσους ἡλίους εἶδαν οἱ Μαθηταί στό Θαβώρ, ἕναν, δύο ἤ περισσοτέρους, καί γιατί; Συμμετεῖχαν, ἄραγε καί οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις στό Θεῖον Φῶς; Γιατί ὁ Χριστός, ἐπί πλέον, δέν ἐπῆρε ὅλους τούς Μαθητές, κλπ., θέματα πού πρέπει κάποτε νά τά ἀναλύσωμε. Ἀλλά ὅμως καί γιά νά μή σᾶς κρατήσω σέ κάποια ἀγωνία, μιᾶς καί ἀνέφερα αὐτά τά ἐρωτήματα, σήμερα, ἁπλῶς ἀπαντοῦμε, πάντα σέ πατερική βάσι, σχεδόν μονολεκτικά.
Στό πρῶτο: Δέν σημαίνει ὅτι μόνον τότε ἐθεουργήθηκε ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ, στό Θαβώρ δηλαδή, διότι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐθεουργήθηκε-ἐθεώθηκε ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεώς Του. Τότε ἡ Θεότητα ἐθέωσε τήν ἀνθρωπίνη φύσι, ''ἅμα τῇ συλλήψει'' - Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στό δεύτερο τώρα ἐρώτημα ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι, ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιος Νικόδημος, Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος καί πολλοί ἄλλοι Πατέρες, στήν ἀρχή οἱ Μαθητές ἔβλεπαν δύο ἡλίους, τόν φυσικό γνωστό ἥλιο, ἀλλά καί τόν νοητό Ἥλιο, τόν Χριστό δηλαδή. Μετά ὅμως, πού ὑπερίσχυσε τό θεῖον Φῶς, τό ὁποῖο ἐξεπέμπετο ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐχάθη ἡ αἴσθησις τοῦ φυσικοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου, ὄχι ὅτι δέν ὑπῆρχε φυσικά, ἀλλά ἐχάθη ἡ αἴσθησίς του συγκρινομένη μέ τήν ἔντασι τοῦ θεϊκοῦ Φωτός. Διότι, ὅπως ὅταν ἀνατέλη ὁ ἥλιος χάνεται ἡ λάμψις τῶν ἄστρων, ἔτσι καί ὅταν ἀπεκαλύφθη ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἐχάθη ἡ αἴσθησις τοῦ αἰσθητοῦ γνωστοῦ μας φυσικοῦ ἡλίου ἀπό τά μάτια τῶν Μαθητῶν.
Στό τρίτο τώρα ἐρώτημα ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι στό Θαβώρ ἔχομε καί μεταμόρφωσι τῶν Μαθητῶν, ὅπως τό προανεφέραμε, σέ ὅλη τους τήν ἀνθρωπίνη ψυχοσωματική ὕπαρξι. Οἱ Μαθηταί δέν εἶδαν τό θεῖον Φῶς μόνον μέ τόν νοῦ τους, τήν πνευματική τους δηλαδή καρδία, τό κέντρο τῆς ψυχῆς τους, τό μάτι τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά εἶδαν τό θεῖον Φῶς καί μέ αὐτές τίς σωματικές αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως προηγουμένως ἐνεδυναμώθησαν καί ἔτσι, καί μόνον ἔτσι, ἠμπόρεσαν νά δοῦν αὐτό τό θεῖο Φῶς. Καί ἐννοεῖται ὅτι ἐνεδυναμώθησαν ἀπό τήν ἄκτιστη θεϊκή ἐνέργεια, διότι οἱ σωματικές αἰσθήσεις εἶναι τυφλές, ὅπως καί ὅλα τά ἀνθρώπινα ὄργανα καί κατασκευάσματα εἶναι τυφλά ὡς πρός τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή οἱ ὀφθαλμοί τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κτιστοί καί δέν ἠμποροῦν νά δοῦν τό ἄκτιστο Φῶς.
Ἐδῶ δέν μποροῦμε νά δοῦμε μέ τά μάτια μας καί τίς αἰσθήσεις μας δικά μας δημιουργήματα, ραδιοκύματα, κλπ. Πῶς θέλομε, ἔχομε τό θράσος νά δοῦμε τό ἄκτιστον θεῖο Φῶς μέ τά κτιστά μας μάτια πρίν αὐτά ἐνδυναμωθοῦν δηλαδή ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾽ αὐτό καί ἔπρεπε πρῶτα νά ἀλλοιωθοῦν ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί οὕτω ἀξιώθησαν νά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά ἀναλύει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Καί στό τελευταῖο ἐρώτημα, ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔπρεπε νά πάρη ὅλους τούς Μαθητές στό Θαβώρ, διότι θά ἦταν ἀναγκασμένος νά πάρη καί τόν Ἰούδα, πού προφανῶς δέν ἔπρεπε.
Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά, κατανοοῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ὅπως ἄστοχα θεωρῆται - καί σ᾽ αὐτό εὐθυνόμεθα καί ἐμεῖς οἱ ρηχοί σύγχρονοι Χριστιανοί -, μία ἐπιδερμική ψυχοπαθητική ἐμμονή σέ κάποια ἠθικιστικά κρύα καί ἄχαρα στερεότυπα, ἀλλά εἶναι ἄσκησις, κάθαρσις, φωτισμός καί θέωσις. Καί ὁ μέγας πλοῦτος τῆς Χάριτος προσφέρεται ἀπροσωπολήπτως μόνον στόν ''ἐνηλικιωμένο'' ἐν Χριστῷ Χριστιανό καί ὄχι σέ ὅποιον ρηχά ἀρέσκεται νά τρέφεται μία ζωή, ὄχι μέ στερεά πνευματική τροφή, ὅπως λέγει σχετικά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά μόνο μέ γάλα, καί μάλιστα ''σκόνη'', καί αὐτή ληγμένη. Διότι πάντα, αὐτός ὁ Χριστιανός κατ᾽ ὄνομα, εὑρίσκεται σέ νηπιακή πνευματική κατάστασι χωρίς κἄν νά τό καταλαβαίνη.
Λοιπόν, εὔχομαι σέ ὅλους ''καλή χριστοενηλικίωσι''.
Ἀμήν. Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου