Μάταιοι κόποι!
«Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες, οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τό δίκτυον».
Κυριακή Α΄Λουκᾶ (Λουκ. ε΄ 1-11)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Ἦτο δραματικὴ ἡ νύχτα ἐκείνη, ποὺ ἐπέρασν οἱ μετέπειτα μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Δὲν ἦσαν πρωτόπειροι. Χρόνια τώρα τοὺς εἶχε χτυπήσει ἡ ἅλμη τῆς θαλάσσης. Εἶχαν ζυμωθῆ πιὰ μὲ τὸ ψάρεμα.
Ὅλη, λοιπόν, τὴ νύχτα ἠγρύπνησαν, πάλεψαν. Ἀποτυχία! Δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι. Ξημέρωσε πλέον.
Κατάκοποι καὶ πικραμένοι εἶχαν βγάλει τὰ δίκτυα στὴν ἀκρογιαλιά καὶ τὰ ἔπλυναν. Ἔρχεται αἴφνης ὁ Χριστός. Τοὺς παρακαλεῖ νὰ τοῦ προσφέρουν γιὰ λίγο τὸ πλοιάριο. Θέλει νὰ τὸ κάμῃ ἄμβωνα.
Ὁ κόσμος περιμένει μὲ δίψαν τὸ κήρυγμα.
Ἡ ὁμιλία ἔγινε. Ὁ Μέγας Ἁλιεὺς τοῦ κόσμου ἔρριψε τὰ πνευματικὰ του δίκτυα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἐκείνην θάλασσαν.
Πολλὲς ψυχὲς εἱλκύσθησαν πάλιν εἰς τὴν σωτηρίαν....
Καὶ ἤδη ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Σίμωνα, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνῆκε καὶ τὸ πλοῖον, καὶ τοῦ λέγει: «Τραβῆξτε τὸ πλοῖον πρὸς τὸ βάθος καὶ ρίξτε ἐκ νέου τὰ δίκτυα γιὰ ψάρεμα».
Μάταιος κόπος, σκέπτονται οἱ θαλασσοδαρμένοι ψαράδες. Τελείως ἀκατάλληλες οἱ συνθῆκες. Τὴν ἡμέρα δὲν ψαρεύουν. Ὕστερα τὰ νερὰ ἐδῶ δὲν εἶναι γι’ αὐτὴ τὴ δουλειά. Δὲν ὑπάρχουν σ’ αὐτὸ τὸ μέρος ψάρια. Ὅμως ἡ προσταγὴ τοῦ Κυρίου ἔχει κάποιο ἰδιαίτερο τόνο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρνηθοῦν.
Διδάσκαλε, ὅλην τὴν νύκτα ἐκοπιάσαμεν ρίπτοντας τὰ δίκτυα καὶ δὲν ἐπιάσαμε τίποτε. Ἀλλ’ ἀφοῦ τὸ διατάσσεις, θὰ ρίψω τὸ δίκτυον». Καὶ τὸ ἔκαμε. Σὲ λίγο τὰ ψάρια ποὺ ἔπιασαν ἦσαν τόσον πολλὰ, ὥστε ἄρχισεν ἀπὸ τὸ βάρος νὰ σχίζεται τὸ δίκτυον. Δυὸ πλοῖα ἐγέμισαν τελείως ἀπὸ ψάρια. Κατάπληξις! Καὶ δέος!
Εὔκολα ἀναπηδᾷ, ἀγαπητέ, ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἕνα σοβαρώτατο δίδαγμα. Ὅτι: Χωρὶς τὸν Χριστὸν ὅλες οἱ προσπάθεις εἶναι μάταιες καὶ ἄκαρπες. Ἡ πλήρης ἐπιτυχία εὑρίσκεται μόνον, ὅταν γίνεται μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ.
Ἀγῶνες , ἀγωνίες καὶ ἀγονία.
Θάλασσα ἡ ζωή. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τρέχει μὲ τὴ βάρκα τῶν ὀνείρων του, ζητῶντας τὴν εὐτυχία, τὴν χαρά. Ὅλοι μας ψαράδες ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια. Πόσοι ὅμως βλέπουν μὲ πικρίαν νὰ περνοῦν τὰ χρόνια τῆς ζωῆς των, νὰ κυλοῦν τὰ γεγονότα, καὶ τὰ δίκτυα τῆς εὐτυχίας των νὰ εἶναι ἀδειανά! Πόσοι, ἀλήθεια! Ἡ ἑρμηνεία εἶναι, ὅτι συνήθως ἀγωνίζονται στὴ ζωή των μοναχοί. Χωρὶς τὸν Θεόν. Ὅπως οἱ ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ. Καὶ δοκιμάζουν στοὺς ἀγῶνές των ἄπειρες ἀγωνίες. Καὶ γίνονται τελικὰ ἄγονοι αὐτοὶ των οἱ ἀγῶνες.
1.Στὴν περίπτωσι τοῦ ἀτόμου.
Ξεκινάει ὁ καθένας μὲ ὁραματισμοὺς καὶ σχέδια. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ πορεία δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη. Θὰ ὀρθωθοῦν σὲ λίγο οἱ ἀναποδιές, τὰ ἀτυχήματα μὲ τὰ ἀπρόβλεπτα χτυπήματα. Σπάζει τὸ θάρρος ἡ θύελλα αὐτή. Θολώνει τὴ σκέψι. Λυγίζει τὰ γόνατα. Ποῦ νὰ βρῇ τώρα τὴ δύναμι νὰ προχωρήσῃ; Ποιὸς θὰ τοῦ πῇ: «Στάσου ὀθρός! Εἶμαι κι’ ἐγὼ κοντά σου!» Εἶναι, βλέπετε, μόνος. Δὲν θέλησε τὸν Θεὸν συμπαραστάτην. Ἐρείπια συνήθως τὰ σχέδια του. Νυχτωμένος τραγουδιστὴς μιᾶς ἐλπίδος, ποὺ ἔσβησε. Νὰ ἡ εἰκόνα τοῦ χθεσινοῦ ὀραματισμοῦ.
Κι’ ἄν νικήσῃ αὐτὰ τὰ ἐμπόδια, ἔρχονται ἄλλα. Ἀπὸ τοὺς γύρω. Ἀπ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν συμφέρον ἀντίθετο ἀπὸ τὸ ἰδικόν του. Εἶναι πολλοὶ ποὺ δὲν θέλουν τὸ καλό του. Πολλοί. Καὶ θὰ κάνουν τὸ πᾶν, γιὰ νὰ παρεμποδίσουν τὸ ἔργο του. Εἰρωνεῖες καὶ πειράγματα καὶ δυσμενὴ σχόλια καὶ χολές. Δὲν ἔφθασαν αὐτά; Ἐν συνεχείᾳ θὰ ἀρχίσῃ φανερὴ ἀντίδρασις καὶ συκοφαντία καὶ μαχαιριὲς στὴν καρδιά.... Με σύστημα. Μὲ πρόγραμμα μελετημένο. Μέχρις ὅτου τὸν παραμερίσουν.
Τοῦ ἐχρειάζετο μιὰ ἀσπίδα. Δὲν τὴν ἠθέλησε. Ὁ Θεός, «ὁ βοηθὸς καὶ ὁ σωτήρ», ἀπουσιάζει. Μόνος του ἔτσι ὁ ἀγωνιστής...
Καὶ ἄν κι αὐτὰ τὰ ὑπερπηδήσῃ, ὑψώνεται στὴ συνέχεια ἡ ἁμαρτία, μὲ τὸ γοητευτικὸ της προσωπεῖο, μὲ τὸ πλάνο τραγούδι της. Εἶναι ρουφήχτρα ἡ ἁμαρτία. Σκύλλα καὶ Χάρυβδις. Ἕρχεται μὲ γλυκὸ τρόπο. Μὲ μαεστρία. Ἀρχίζει ἀπὸ ἁπλὲς ὑποχωρήσεις· προχωρεῖ σὲ ἐνόχους συμβιβασμούς· καταλήγει ἀργότερα σὲ πλήρη ὑποταγὴ τοῦ ὀχυροῦ τῆς ψυχῆς. Ξέφτισμα γενικό. Ψυχικὸ κουρέλιασμα. Σκλαβιὰ τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν πόθων. Διαστροφὴ τῶν σκιρτημάτων. Κόβεται τότε καὶ ἡ ὄρεξις διὰ τὴν ἐργασίαν· σπάζει ὁ ἐνθουσιασμὸς διὰ τὴν σπουδὴν· ἐγκαταλείπονται τὰ μεγάλα σχέδια. Κλείνουν οἱ δρόμοι διὰ τὴν κορυφήν. Σκαλώνει στὰ χαμηλὰ ὁ ἑαυτός πλέον. Δὲν ἀντέχει γιὰ πέταγμα. Πόσοι νέοι καὶ νέαι μὲ ἱκανότητες καὶ ὄνειρα ἔμειναν στὸ δρόμο!
Στὸ βωμὸ τῆς ἁμαρτίας τὰ ἐθυσίασαν ὅλα. ΟΛΑ!
Καὶ ἦταν φυσικό. Διότι ὁ ἄνθρωπος δὲ ἔχει τὸν Θεὸν μαζί του, τὴν «βακτηρία» καὶ δυσκολεύεται πάλιν νὰ συντρίψῃ τὸ κακό. Σκεφθῆτε τί θά γίνῃ χωρὶς αὐτὴν τὴν βοήθεια, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἡ βάρκα του θὰ στριφογυρίζῃ διαρκῶς στὰ ἀφρισμένα κύματα, μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ναυαγίου. Καὶ τὸ δίχτυ τῶν ἐλπίδων.... γιὰ πάντα ἀδειανό.
Νὰ τὸ κατάντημα τοῦ ἀτόμου χωρὶς Θεόν! Τὸ ἔχει βεβαιώσει ἄλλως τε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε΄5).
Ἀλήθεια ούδέν!
2.Ἄκαρποι οἱ ἀγῶνες καὶ στὴν οἰκογένεια.
Θλιβερὰ ἡ διαπίστωσις αὐτή. Καὶ ὅμως ἀληθινή. Θέλετε νὰ πάρωμε μιὰ οἰκογένεια, ποὺ χτίστηκε μὲ ὅλες τὶς ἐλπιδοφόρες κοσμικὲς προϋποθέσεις; Ἔχει χρῆμα, θέσιν κοινωνικήν, ὄνομα, ἀνέσεις, νεότητα, ὄνειρα.... Δὲν ἔχει ὅμως Θεόν. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ αὐτό, ποὺ θὰ γραφῇ. Δὲν εἶναι. Αὐτὸ τὸ σπίτι ὁμοιάζει μὲ οἰκοδόμημα, ποὺ ἔχει στὸ ὑπόγειό του δοχεῖα βενζίνης. Δὲν χρειάζεται παρὰ ἕνα σπινθὴρ γιὰ νὰ γίνῃ τὸ μεγάλο κακό.... Ἡ ἀνατίναξις! Γρήγορα θὰ ἔλθουν τὰ πείσματα, οἱ ἐγωϊσμοί, αἱ μικρότητες, οἱ θυμοί, ποὺ θὰ κρατοῦν τὸ στόμα κλεισμένο ἡμέρα ἤ καὶ ἡμέρες ἀκόμη. Μία σύγκρουσις σήμερα, ἄλλη μεθαύριο, τρίτη ἀργότερα. Σιγὰ -σιγὰ αὐτὰ ἀνοίγουν τρύπες στὰ δοχεῖα βενζίνης. Καὶ ἡ βενζίνη χύνεται στὸ πάτωμα.... Καὶ ἕνα πρωΐ ὁ σπινθήρ, τὸ δυστύχημα.... Δικηγόρος, χαρτιά, «ἐπειδή», «διὰ ταῦτα»... δικαστήρια, ἀπόφασις. «Ἀσυμβίβαστον χαρακτήρων»... Διάλυσις... Πόσα τέτοια γεγονότα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ!
Θὰ ἔλθουν κατόπιν καὶ ἀτυχήματα. Ἀρρώστεις, φτώχεια,, ἀπρόβλεπτα. Θὰ ἀρχίσῃ ἡ γκρίνια, οἱ σκηνές, ποὺ θὰ φθάνουν σὲ ἐνέργειες βίαιες. Θὰ τὸ ρίξῃ στὸ κρασὶ ὁ σύζυγος, στὸ ξενύχτι. Ἡ σύζυγος θὰ μαραζώσῃ. Τὰ δοχεῖα βενζίνης πάλι τρυπημένα... Πόσα δὲν βλέπει ἡ γενεά μας σήμερα!
Ποῦ νὰ ἀκουμπίσῃ ὁ ἄνδρας; Ποῦ νὰ στηριχθῇ ἡ γυναίκα; Ἔσπασαν μόνοι των τὸ δέντρο, ποὺ τοὺς ἔδινε καὶ γλυκὺ καρπὸ καὶ δροσερὴ σκιὰ καὶ στήριγμα. Τὸ ἔσπασαν... Φοβερόν!
Καὶ γιὰ νὰ μὴν εἴμεθα μύωπες, εἰς μίαν οἰκογένειαν χωρὶς Θεόν, δὲν θὰ βραδύνουν νὰ ἐμφανισθοῦν εἰς τὸν δρόμον της καὶ τὰ ἀγκάθια τῶν παρεκτροπῶν, ποὺ ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἀξιοπρέπειαν, τὴν ἠθικήν, τὸν οἰκογενειακὸν ὅρκον.... Δίοτι, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, ποιὰ δύναμις θὰ συγκρατήσῃ τὴν ὁρμήν, ποιός φραγμὸς θὰ ἀνακόψῃ τὴν κλίσιν ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν παράβασιν, πρὸς τὴν φθοράν, πρὸς τὴν ἀτιμίαν; Ποιὰ δύναμις;
Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ ἐκδηλωθοῦν αἱ τρομεραὶ συνέπειαι, ποὺ ἄν δὲν καταλήξουν εἰς τὸ φέρετρον καὶ τὴν φυλακήν, θὰ φθάσουν ὁπωσδήποτε εἰς τὴν χρεωκοπίαν τῆς οἰκογενείας. Νὰ πῶς μένῃ ἀδειανὸ τὸ δίχτυ τῆς οἰκογενείας ἀπὸ ψάρια, ἀπὸ εὐτυχίαν! Ἔρχεται ὁ καρχαρίας τῶν ἀτυχιῶν, τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, τῆς ἁμαρτίας καὶ σχίζει, καὶ διαλύει τὸ δίχτυ.... Ἤ, ἄλλοτε, τὸ δίχτυ εἶναι γεμᾶτο. Ἀπὸ φίδια ὅμως... ποὺ σκορποῦν τὸν θάνατον. Τὸν θάνατον εἰς τοὺς συζύγους· τὸν θάνατον εἰς τὰ παιδιά... Κυρίως εἰς τὰ παιδιά. Πῶς νὰ μὴ θυμηθοῦμε τώρα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσει οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλμὸς 126, 1). Εἱς μάτην, ναί, χωρὶς Θεόν!
3.Μάταιες οἱ προσπάθειες καὶ στὴν κοινωνία.
Μοιραίως ἔτσι θὰ προχωρήσῃ τὸ κακὸ στὴν κοινωνία. Μιὰ κοινωνία χωρὶς Θεόν, χωρὶς σεβασμὸν εἰς τὸν κόσμον Του, εἶναι μία ζούγκλα, μία ὁμάδα θηρίων. Καὶ αἱ ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς καταστάσεως θὰ γίνουν ἔντονα ἀντιληπταί. Ἀδικίαι καὶ καταπάτησις πάσης ἀρχῆς τιμιότητος. Δολιότης καὶ ἀνειλικρίνεια. Καταπιέσεις τοῦ ἀδυνάτου· στραγγαλισμὸς τῆς φωνῆς τοῦ μικροῦ ἀνισχύρου· ἐξουθένωσις τοῦ περιφρονημένου ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸν καὶ τὸν «καπάτσον». Συντριβὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ πιεζόμενου, ὅταν θελήσῃ νὰ διαμαρτυρυθῇ· ἐμπαιγμὸς τῶν ἀρχῶν τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ τοῦς ἰσχυρούς, πολιτικῶς καὶ οἰκονομικῶς, θράσος καὶ πρόκλησις ἀπὸ μέρους τῶν εὐνοιοκρατῶν καὶ «κρατούντων».
Ὑποταγὴ τῶν ἀνισχύρων εἰς τοὺς ἰσχυρούς, ὅταν ἀνακύπτουν διεθνῆ σοβαρὰ θέματα. Ἐγκλήματα μεγάλης ἀκτῖνος εἰς τὸν παγκόσμιον στίβον χωρὶς ἐντροπήν, χωρὶς συνείδησιν.... Δὲν τελειώνει, ἀγαπητέ μου, ὁ κατάλογος τῶν παραβάσεων αὐτῶν...
Καὶ ἐνῷ θὰ ζητῇ ὁ κόσμος χαράν, θὰ τρυγάῃ πικρίες. Καὶ τὸ δίχτυ πάλιν ἀδειανό, ἤ γεμᾶτο, ἀλλὰ τώρα μὲ νάρκες καὶ ἀκτῖνες θανάτου... Καὶ ἐφαρμόζεται ἔτσι καὶ ἐδῶ τοῦ ψαλμῳδοῦ ἡ βεβαίωσις. : «Οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπολοῦνται» (Ψαλμ. 72,27). Καὶ ἐπειδὴ ἐκάμαμε διαπαλνητικὰ βλήματα καὶ δορυφόρους καὶ διαστημόπλοια, ἐπιστεύσαμεν, ἀνοήτως, ὅτι αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ὅτι πᾶμε καλά. Αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι ψάρια. Αὐτὰ εἶναι πνοὴ θανάτου... Τὸ δίχτυ μας ἐποθήσαμεν νὰ τὸ γεμίσωμε μὲ ψάρια, ὄχι μὲ θάνατον. Ἀλλ’ αὐτὰ τὰ δίνει μόνον ὁ Θεός.
4.Ἡ εὐλογία.
Τὸ δίχτυ τῶν μαθητῶν ἐγέμισε ψάρια. Ἐπῆγε νὰ σχισθῇ. Πότε ὅμως; Ὅταν ἦλθε στὸ πλοῖο ὁ Χριστός.
Νὰ τὸ μεγάλο μυστικόν.
Ἁπλοῦν εἶναι τώρα τὸ συμπέρασμα. Δὲν τὸ ἔμαθαμε ὅμως ἀκόμη. Δὲν τὸ ἐμάθαμε, δυστυχῶς!
Ἀγαπητοί,
Θὰ ἔχετε ἀκούσει ἴσως διὰ τὸ ναυάγιον τοῦ «Τιτανικοῦ», ποὺ συνέβη τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1912. Ἦταν τὸ μεγαλύτερον ὑπερωκεάνειον τῆς ἐποχῆς του, 47.000 τόννων. Θαῦμα ναυπηγικῆς τέχνης. Θὰ ἔκαμε τὸ πρῶτο του ταξίδι. Εὑρώπη-Ἀμερική. Πανηγυρικὴ ἡ ἀναχώρησίς του. Ἕνα ὁμιλητὴς εἶπε μὲ ὑπερηφάνειαν: «Καμμία δύναμις δὲν ἠμπορεῖ νὰ κλονίσῃ καὶ νὰ ἀπειλήσῃ αὐτὸν τὸν γίγαντα... Εἶναι ἀήττητος». Ἡ ἑορτὴ ἐτελείωσε. Σηκώνονται οἱ ἄγκυρες. Ὁ κολοσσός, ὑπερήφανος, διασχίζει τὰ ἤρεμα νερὰ τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ κόσμος χαιρετᾷ τὸν θαλάσσιον γίγαντα, ποὺ ξεκινάει, χωρὶς ὅμως, δυστυχῶς, τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ.
Κρῖμα! Ὁ «Τιτανικὸς» δὲν ἐπέστρεψεν. Εἰς τὴν πορείαν του κατὰ τὴν νύκτα συνήντησεν ἕνα φοβερὸ παγόβουνο. Ἔπεσεν ἐπάνω του. Ἡ συγκρουσις ἦτο τρομακτική. Μετὰ 2 ὥρας καὶ 45΄ ὅλος ἐκεῖνος ὁ κολοσσὸς εἶχε χαθῆ μέσα στὰ κύματα. Ἀπὸ τοὺς 2224 ἐπιβάτας του ἐπνίγηκαν οἱ 1563...
Αὐτὸ παθαίνομεν καὶ ἡμεῖς.... Προχωροῦμε χωρὶς Θεόν. Ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ παγόβουνα, ποὺ μᾶς χτυποῦν. Καί....βυθιζόμεθα.. Γύρω μας ἄπειρα ναυάγια. Κατάρτια σπασμένα, πανιὰ σχισμένα, δίχτυα ἀδειανὰ καὶ κομματιασμένα... Θλιβεραὶ ἐπιβεβαιώσεις, ὅτι ὅλα πεθαίνουν, ὅταν λείπῃ ὁ Θεός! ....
Ἀδελφέ,
Δύο λεπτά. Θέλεις νὰ μὴ βυθιστοῦμε στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς;
Θέλεις νὰ πᾶνε χαμένοι οἱ κόποι μας;
Θέλεις τὸ δίχτυ νἆναι γεμᾶτο;
Σταμάτησε. Ἐξήτασες καλά;
Εἶναι στὸ πλοῖο μας ὁ Θεός;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.137-142)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
«Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες, οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τό δίκτυον».
Κυριακή Α΄Λουκᾶ (Λουκ. ε΄ 1-11)
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Ἦτο δραματικὴ ἡ νύχτα ἐκείνη, ποὺ ἐπέρασν οἱ μετέπειτα μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα. Δὲν ἦσαν πρωτόπειροι. Χρόνια τώρα τοὺς εἶχε χτυπήσει ἡ ἅλμη τῆς θαλάσσης. Εἶχαν ζυμωθῆ πιὰ μὲ τὸ ψάρεμα.
Ὅλη, λοιπόν, τὴ νύχτα ἠγρύπνησαν, πάλεψαν. Ἀποτυχία! Δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι. Ξημέρωσε πλέον.
Κατάκοποι καὶ πικραμένοι εἶχαν βγάλει τὰ δίκτυα στὴν ἀκρογιαλιά καὶ τὰ ἔπλυναν. Ἔρχεται αἴφνης ὁ Χριστός. Τοὺς παρακαλεῖ νὰ τοῦ προσφέρουν γιὰ λίγο τὸ πλοιάριο. Θέλει νὰ τὸ κάμῃ ἄμβωνα.
Ὁ κόσμος περιμένει μὲ δίψαν τὸ κήρυγμα.
Ἡ ὁμιλία ἔγινε. Ὁ Μέγας Ἁλιεὺς τοῦ κόσμου ἔρριψε τὰ πνευματικὰ του δίκτυα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἐκείνην θάλασσαν.
Πολλὲς ψυχὲς εἱλκύσθησαν πάλιν εἰς τὴν σωτηρίαν....
Καὶ ἤδη ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Σίμωνα, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνῆκε καὶ τὸ πλοῖον, καὶ τοῦ λέγει: «Τραβῆξτε τὸ πλοῖον πρὸς τὸ βάθος καὶ ρίξτε ἐκ νέου τὰ δίκτυα γιὰ ψάρεμα».
Μάταιος κόπος, σκέπτονται οἱ θαλασσοδαρμένοι ψαράδες. Τελείως ἀκατάλληλες οἱ συνθῆκες. Τὴν ἡμέρα δὲν ψαρεύουν. Ὕστερα τὰ νερὰ ἐδῶ δὲν εἶναι γι’ αὐτὴ τὴ δουλειά. Δὲν ὑπάρχουν σ’ αὐτὸ τὸ μέρος ψάρια. Ὅμως ἡ προσταγὴ τοῦ Κυρίου ἔχει κάποιο ἰδιαίτερο τόνο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρνηθοῦν.
Διδάσκαλε, ὅλην τὴν νύκτα ἐκοπιάσαμεν ρίπτοντας τὰ δίκτυα καὶ δὲν ἐπιάσαμε τίποτε. Ἀλλ’ ἀφοῦ τὸ διατάσσεις, θὰ ρίψω τὸ δίκτυον». Καὶ τὸ ἔκαμε. Σὲ λίγο τὰ ψάρια ποὺ ἔπιασαν ἦσαν τόσον πολλὰ, ὥστε ἄρχισεν ἀπὸ τὸ βάρος νὰ σχίζεται τὸ δίκτυον. Δυὸ πλοῖα ἐγέμισαν τελείως ἀπὸ ψάρια. Κατάπληξις! Καὶ δέος!
Εὔκολα ἀναπηδᾷ, ἀγαπητέ, ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἕνα σοβαρώτατο δίδαγμα. Ὅτι: Χωρὶς τὸν Χριστὸν ὅλες οἱ προσπάθεις εἶναι μάταιες καὶ ἄκαρπες. Ἡ πλήρης ἐπιτυχία εὑρίσκεται μόνον, ὅταν γίνεται μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ.
Ἀγῶνες , ἀγωνίες καὶ ἀγονία.
Θάλασσα ἡ ζωή. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τρέχει μὲ τὴ βάρκα τῶν ὀνείρων του, ζητῶντας τὴν εὐτυχία, τὴν χαρά. Ὅλοι μας ψαράδες ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια. Πόσοι ὅμως βλέπουν μὲ πικρίαν νὰ περνοῦν τὰ χρόνια τῆς ζωῆς των, νὰ κυλοῦν τὰ γεγονότα, καὶ τὰ δίκτυα τῆς εὐτυχίας των νὰ εἶναι ἀδειανά! Πόσοι, ἀλήθεια! Ἡ ἑρμηνεία εἶναι, ὅτι συνήθως ἀγωνίζονται στὴ ζωή των μοναχοί. Χωρὶς τὸν Θεόν. Ὅπως οἱ ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ. Καὶ δοκιμάζουν στοὺς ἀγῶνές των ἄπειρες ἀγωνίες. Καὶ γίνονται τελικὰ ἄγονοι αὐτοὶ των οἱ ἀγῶνες.
1.Στὴν περίπτωσι τοῦ ἀτόμου.
Ξεκινάει ὁ καθένας μὲ ὁραματισμοὺς καὶ σχέδια. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ πορεία δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη. Θὰ ὀρθωθοῦν σὲ λίγο οἱ ἀναποδιές, τὰ ἀτυχήματα μὲ τὰ ἀπρόβλεπτα χτυπήματα. Σπάζει τὸ θάρρος ἡ θύελλα αὐτή. Θολώνει τὴ σκέψι. Λυγίζει τὰ γόνατα. Ποῦ νὰ βρῇ τώρα τὴ δύναμι νὰ προχωρήσῃ; Ποιὸς θὰ τοῦ πῇ: «Στάσου ὀθρός! Εἶμαι κι’ ἐγὼ κοντά σου!» Εἶναι, βλέπετε, μόνος. Δὲν θέλησε τὸν Θεὸν συμπαραστάτην. Ἐρείπια συνήθως τὰ σχέδια του. Νυχτωμένος τραγουδιστὴς μιᾶς ἐλπίδος, ποὺ ἔσβησε. Νὰ ἡ εἰκόνα τοῦ χθεσινοῦ ὀραματισμοῦ.
Κι’ ἄν νικήσῃ αὐτὰ τὰ ἐμπόδια, ἔρχονται ἄλλα. Ἀπὸ τοὺς γύρω. Ἀπ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν συμφέρον ἀντίθετο ἀπὸ τὸ ἰδικόν του. Εἶναι πολλοὶ ποὺ δὲν θέλουν τὸ καλό του. Πολλοί. Καὶ θὰ κάνουν τὸ πᾶν, γιὰ νὰ παρεμποδίσουν τὸ ἔργο του. Εἰρωνεῖες καὶ πειράγματα καὶ δυσμενὴ σχόλια καὶ χολές. Δὲν ἔφθασαν αὐτά; Ἐν συνεχείᾳ θὰ ἀρχίσῃ φανερὴ ἀντίδρασις καὶ συκοφαντία καὶ μαχαιριὲς στὴν καρδιά.... Με σύστημα. Μὲ πρόγραμμα μελετημένο. Μέχρις ὅτου τὸν παραμερίσουν.
Τοῦ ἐχρειάζετο μιὰ ἀσπίδα. Δὲν τὴν ἠθέλησε. Ὁ Θεός, «ὁ βοηθὸς καὶ ὁ σωτήρ», ἀπουσιάζει. Μόνος του ἔτσι ὁ ἀγωνιστής...
Καὶ ἄν κι αὐτὰ τὰ ὑπερπηδήσῃ, ὑψώνεται στὴ συνέχεια ἡ ἁμαρτία, μὲ τὸ γοητευτικὸ της προσωπεῖο, μὲ τὸ πλάνο τραγούδι της. Εἶναι ρουφήχτρα ἡ ἁμαρτία. Σκύλλα καὶ Χάρυβδις. Ἕρχεται μὲ γλυκὸ τρόπο. Μὲ μαεστρία. Ἀρχίζει ἀπὸ ἁπλὲς ὑποχωρήσεις· προχωρεῖ σὲ ἐνόχους συμβιβασμούς· καταλήγει ἀργότερα σὲ πλήρη ὑποταγὴ τοῦ ὀχυροῦ τῆς ψυχῆς. Ξέφτισμα γενικό. Ψυχικὸ κουρέλιασμα. Σκλαβιὰ τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν πόθων. Διαστροφὴ τῶν σκιρτημάτων. Κόβεται τότε καὶ ἡ ὄρεξις διὰ τὴν ἐργασίαν· σπάζει ὁ ἐνθουσιασμὸς διὰ τὴν σπουδὴν· ἐγκαταλείπονται τὰ μεγάλα σχέδια. Κλείνουν οἱ δρόμοι διὰ τὴν κορυφήν. Σκαλώνει στὰ χαμηλὰ ὁ ἑαυτός πλέον. Δὲν ἀντέχει γιὰ πέταγμα. Πόσοι νέοι καὶ νέαι μὲ ἱκανότητες καὶ ὄνειρα ἔμειναν στὸ δρόμο!
Στὸ βωμὸ τῆς ἁμαρτίας τὰ ἐθυσίασαν ὅλα. ΟΛΑ!
Καὶ ἦταν φυσικό. Διότι ὁ ἄνθρωπος δὲ ἔχει τὸν Θεὸν μαζί του, τὴν «βακτηρία» καὶ δυσκολεύεται πάλιν νὰ συντρίψῃ τὸ κακό. Σκεφθῆτε τί θά γίνῃ χωρὶς αὐτὴν τὴν βοήθεια, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἡ βάρκα του θὰ στριφογυρίζῃ διαρκῶς στὰ ἀφρισμένα κύματα, μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ναυαγίου. Καὶ τὸ δίχτυ τῶν ἐλπίδων.... γιὰ πάντα ἀδειανό.
Νὰ τὸ κατάντημα τοῦ ἀτόμου χωρὶς Θεόν! Τὸ ἔχει βεβαιώσει ἄλλως τε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε΄5).
Ἀλήθεια ούδέν!
2.Ἄκαρποι οἱ ἀγῶνες καὶ στὴν οἰκογένεια.
Θλιβερὰ ἡ διαπίστωσις αὐτή. Καὶ ὅμως ἀληθινή. Θέλετε νὰ πάρωμε μιὰ οἰκογένεια, ποὺ χτίστηκε μὲ ὅλες τὶς ἐλπιδοφόρες κοσμικὲς προϋποθέσεις; Ἔχει χρῆμα, θέσιν κοινωνικήν, ὄνομα, ἀνέσεις, νεότητα, ὄνειρα.... Δὲν ἔχει ὅμως Θεόν. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ αὐτό, ποὺ θὰ γραφῇ. Δὲν εἶναι. Αὐτὸ τὸ σπίτι ὁμοιάζει μὲ οἰκοδόμημα, ποὺ ἔχει στὸ ὑπόγειό του δοχεῖα βενζίνης. Δὲν χρειάζεται παρὰ ἕνα σπινθὴρ γιὰ νὰ γίνῃ τὸ μεγάλο κακό.... Ἡ ἀνατίναξις! Γρήγορα θὰ ἔλθουν τὰ πείσματα, οἱ ἐγωϊσμοί, αἱ μικρότητες, οἱ θυμοί, ποὺ θὰ κρατοῦν τὸ στόμα κλεισμένο ἡμέρα ἤ καὶ ἡμέρες ἀκόμη. Μία σύγκρουσις σήμερα, ἄλλη μεθαύριο, τρίτη ἀργότερα. Σιγὰ -σιγὰ αὐτὰ ἀνοίγουν τρύπες στὰ δοχεῖα βενζίνης. Καὶ ἡ βενζίνη χύνεται στὸ πάτωμα.... Καὶ ἕνα πρωΐ ὁ σπινθήρ, τὸ δυστύχημα.... Δικηγόρος, χαρτιά, «ἐπειδή», «διὰ ταῦτα»... δικαστήρια, ἀπόφασις. «Ἀσυμβίβαστον χαρακτήρων»... Διάλυσις... Πόσα τέτοια γεγονότα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ!
Θὰ ἔλθουν κατόπιν καὶ ἀτυχήματα. Ἀρρώστεις, φτώχεια,, ἀπρόβλεπτα. Θὰ ἀρχίσῃ ἡ γκρίνια, οἱ σκηνές, ποὺ θὰ φθάνουν σὲ ἐνέργειες βίαιες. Θὰ τὸ ρίξῃ στὸ κρασὶ ὁ σύζυγος, στὸ ξενύχτι. Ἡ σύζυγος θὰ μαραζώσῃ. Τὰ δοχεῖα βενζίνης πάλι τρυπημένα... Πόσα δὲν βλέπει ἡ γενεά μας σήμερα!
Ποῦ νὰ ἀκουμπίσῃ ὁ ἄνδρας; Ποῦ νὰ στηριχθῇ ἡ γυναίκα; Ἔσπασαν μόνοι των τὸ δέντρο, ποὺ τοὺς ἔδινε καὶ γλυκὺ καρπὸ καὶ δροσερὴ σκιὰ καὶ στήριγμα. Τὸ ἔσπασαν... Φοβερόν!
Καὶ γιὰ νὰ μὴν εἴμεθα μύωπες, εἰς μίαν οἰκογένειαν χωρὶς Θεόν, δὲν θὰ βραδύνουν νὰ ἐμφανισθοῦν εἰς τὸν δρόμον της καὶ τὰ ἀγκάθια τῶν παρεκτροπῶν, ποὺ ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν ἀξιοπρέπειαν, τὴν ἠθικήν, τὸν οἰκογενειακὸν ὅρκον.... Δίοτι, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, ποιὰ δύναμις θὰ συγκρατήσῃ τὴν ὁρμήν, ποιός φραγμὸς θὰ ἀνακόψῃ τὴν κλίσιν ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν παράβασιν, πρὸς τὴν φθοράν, πρὸς τὴν ἀτιμίαν; Ποιὰ δύναμις;
Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἀργήσουν νὰ ἐκδηλωθοῦν αἱ τρομεραὶ συνέπειαι, ποὺ ἄν δὲν καταλήξουν εἰς τὸ φέρετρον καὶ τὴν φυλακήν, θὰ φθάσουν ὁπωσδήποτε εἰς τὴν χρεωκοπίαν τῆς οἰκογενείας. Νὰ πῶς μένῃ ἀδειανὸ τὸ δίχτυ τῆς οἰκογενείας ἀπὸ ψάρια, ἀπὸ εὐτυχίαν! Ἔρχεται ὁ καρχαρίας τῶν ἀτυχιῶν, τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, τῆς ἁμαρτίας καὶ σχίζει, καὶ διαλύει τὸ δίχτυ.... Ἤ, ἄλλοτε, τὸ δίχτυ εἶναι γεμᾶτο. Ἀπὸ φίδια ὅμως... ποὺ σκορποῦν τὸν θάνατον. Τὸν θάνατον εἰς τοὺς συζύγους· τὸν θάνατον εἰς τὰ παιδιά... Κυρίως εἰς τὰ παιδιά. Πῶς νὰ μὴ θυμηθοῦμε τώρα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσει οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψαλμὸς 126, 1). Εἱς μάτην, ναί, χωρὶς Θεόν!
3.Μάταιες οἱ προσπάθειες καὶ στὴν κοινωνία.
Μοιραίως ἔτσι θὰ προχωρήσῃ τὸ κακὸ στὴν κοινωνία. Μιὰ κοινωνία χωρὶς Θεόν, χωρὶς σεβασμὸν εἰς τὸν κόσμον Του, εἶναι μία ζούγκλα, μία ὁμάδα θηρίων. Καὶ αἱ ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς καταστάσεως θὰ γίνουν ἔντονα ἀντιληπταί. Ἀδικίαι καὶ καταπάτησις πάσης ἀρχῆς τιμιότητος. Δολιότης καὶ ἀνειλικρίνεια. Καταπιέσεις τοῦ ἀδυνάτου· στραγγαλισμὸς τῆς φωνῆς τοῦ μικροῦ ἀνισχύρου· ἐξουθένωσις τοῦ περιφρονημένου ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸν καὶ τὸν «καπάτσον». Συντριβὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ πιεζόμενου, ὅταν θελήσῃ νὰ διαμαρτυρυθῇ· ἐμπαιγμὸς τῶν ἀρχῶν τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ τοῦς ἰσχυρούς, πολιτικῶς καὶ οἰκονομικῶς, θράσος καὶ πρόκλησις ἀπὸ μέρους τῶν εὐνοιοκρατῶν καὶ «κρατούντων».
Ὑποταγὴ τῶν ἀνισχύρων εἰς τοὺς ἰσχυρούς, ὅταν ἀνακύπτουν διεθνῆ σοβαρὰ θέματα. Ἐγκλήματα μεγάλης ἀκτῖνος εἰς τὸν παγκόσμιον στίβον χωρὶς ἐντροπήν, χωρὶς συνείδησιν.... Δὲν τελειώνει, ἀγαπητέ μου, ὁ κατάλογος τῶν παραβάσεων αὐτῶν...
Καὶ ἐνῷ θὰ ζητῇ ὁ κόσμος χαράν, θὰ τρυγάῃ πικρίες. Καὶ τὸ δίχτυ πάλιν ἀδειανό, ἤ γεμᾶτο, ἀλλὰ τώρα μὲ νάρκες καὶ ἀκτῖνες θανάτου... Καὶ ἐφαρμόζεται ἔτσι καὶ ἐδῶ τοῦ ψαλμῳδοῦ ἡ βεβαίωσις. : «Οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπολοῦνται» (Ψαλμ. 72,27). Καὶ ἐπειδὴ ἐκάμαμε διαπαλνητικὰ βλήματα καὶ δορυφόρους καὶ διαστημόπλοια, ἐπιστεύσαμεν, ἀνοήτως, ὅτι αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ὅτι πᾶμε καλά. Αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι ψάρια. Αὐτὰ εἶναι πνοὴ θανάτου... Τὸ δίχτυ μας ἐποθήσαμεν νὰ τὸ γεμίσωμε μὲ ψάρια, ὄχι μὲ θάνατον. Ἀλλ’ αὐτὰ τὰ δίνει μόνον ὁ Θεός.
4.Ἡ εὐλογία.
Τὸ δίχτυ τῶν μαθητῶν ἐγέμισε ψάρια. Ἐπῆγε νὰ σχισθῇ. Πότε ὅμως; Ὅταν ἦλθε στὸ πλοῖο ὁ Χριστός.
Νὰ τὸ μεγάλο μυστικόν.
Ἁπλοῦν εἶναι τώρα τὸ συμπέρασμα. Δὲν τὸ ἔμαθαμε ὅμως ἀκόμη. Δὲν τὸ ἐμάθαμε, δυστυχῶς!
Ἀγαπητοί,
Θὰ ἔχετε ἀκούσει ἴσως διὰ τὸ ναυάγιον τοῦ «Τιτανικοῦ», ποὺ συνέβη τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1912. Ἦταν τὸ μεγαλύτερον ὑπερωκεάνειον τῆς ἐποχῆς του, 47.000 τόννων. Θαῦμα ναυπηγικῆς τέχνης. Θὰ ἔκαμε τὸ πρῶτο του ταξίδι. Εὑρώπη-Ἀμερική. Πανηγυρικὴ ἡ ἀναχώρησίς του. Ἕνα ὁμιλητὴς εἶπε μὲ ὑπερηφάνειαν: «Καμμία δύναμις δὲν ἠμπορεῖ νὰ κλονίσῃ καὶ νὰ ἀπειλήσῃ αὐτὸν τὸν γίγαντα... Εἶναι ἀήττητος». Ἡ ἑορτὴ ἐτελείωσε. Σηκώνονται οἱ ἄγκυρες. Ὁ κολοσσός, ὑπερήφανος, διασχίζει τὰ ἤρεμα νερὰ τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ κόσμος χαιρετᾷ τὸν θαλάσσιον γίγαντα, ποὺ ξεκινάει, χωρὶς ὅμως, δυστυχῶς, τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ.
Κρῖμα! Ὁ «Τιτανικὸς» δὲν ἐπέστρεψεν. Εἰς τὴν πορείαν του κατὰ τὴν νύκτα συνήντησεν ἕνα φοβερὸ παγόβουνο. Ἔπεσεν ἐπάνω του. Ἡ συγκρουσις ἦτο τρομακτική. Μετὰ 2 ὥρας καὶ 45΄ ὅλος ἐκεῖνος ὁ κολοσσὸς εἶχε χαθῆ μέσα στὰ κύματα. Ἀπὸ τοὺς 2224 ἐπιβάτας του ἐπνίγηκαν οἱ 1563...
Αὐτὸ παθαίνομεν καὶ ἡμεῖς.... Προχωροῦμε χωρὶς Θεόν. Ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ παγόβουνα, ποὺ μᾶς χτυποῦν. Καί....βυθιζόμεθα.. Γύρω μας ἄπειρα ναυάγια. Κατάρτια σπασμένα, πανιὰ σχισμένα, δίχτυα ἀδειανὰ καὶ κομματιασμένα... Θλιβεραὶ ἐπιβεβαιώσεις, ὅτι ὅλα πεθαίνουν, ὅταν λείπῃ ὁ Θεός! ....
Ἀδελφέ,
Δύο λεπτά. Θέλεις νὰ μὴ βυθιστοῦμε στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς;
Θέλεις νὰ πᾶνε χαμένοι οἱ κόποι μας;
Θέλεις τὸ δίχτυ νἆναι γεμᾶτο;
Σταμάτησε. Ἐξήτασες καλά;
Εἶναι στὸ πλοῖο μας ὁ Θεός;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.137-142)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου