ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ – 20 ΜΑΪΟΥ 2012
Ἰω. θ΄ 1-38
Ὅλα τὰ θαύματα τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶναι μεγάλα, ὅλα φανερώνουν τὴν
θεότητα τοῦ Κυρίου· οἱ θεραπεῖες τῶν ἀσθενῶν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν
του, οἱ ἰάσεις τῶν παραλύτων μὲ ἕνα μόνο λόγο του («σήκω ἐπάνω καὶ
περπάτα»), οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν. Κάθε θαῦμα τοῦ Κυρίου ἔχει καὶ ἕνα
ξεχωριστὸ σημεῖο, ποὺ τὸ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἄλλα. Τὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ
Κυρίου, ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα θαύματα
σὲ τοῦτο: βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ παίρνει ἀπὸ τὴ γῆ χῶμα καὶ μὲ τὸ
θεϊκό του πτύσμα νὰ φτιάχνει μάτια στὸν ἀόματο τυφλό. Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ὄχι
δὲν ἔβλεπε, ἀλλὰ εἶχε γεννηθεῖ χωρὶς μάτια, καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ
θαυμαστὸ ἐδῶ τοῦ Κυρίου: ὅτι φτιάχνει μάτια ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς: «ἔπτυσε
χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ
τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ.»
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ Κυρίου μᾶς πάει στὴν
ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου: «….καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον,
χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ
ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Ἐδῶ πάλι, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
εἶχε γεννηθεῖ ἀόματος, χωρὶς μάτια, τὸν ἔφτιαξε κανούργια μάτια: «ἔπτυσε
χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ
τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ». Δὲν τὸν ἔβαλε ξένα μάτια, ἀλλὰ τὸν ἔφτιαξε
δικά του μάτια ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, ὅπως ἔπλασε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα.
Καὶ ἀκόμη δὲν ἔφτιαξε τὸν πηλὸ μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ τὸ πτύσμα του, «ἔπτυσε
χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος».
Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου
ἔλαβε τὸ χῶμα ὁ Θεός, τὸ ἔφτιαξε ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐμφύσησε στὸ πρόσωπό
του: «χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν
ζωῆς», ἐδῶ «ἔπτυσε χαμαὶ», καὶ τὸ θεῖο αὐτὸ πτύσμα ἔχει μέσα καὶ τὴ θεία
πνοή, τὸ θεῖο φύσημα. Βεβαίως τοῦ λέγει νὰ πάει στὴν κολυμβήθρα τοῦ
Σιλωὰμ γιὰ νὰ νιφτεῖ˙ πηγαίνει νίβεται, καὶ βλέπει τὸ φῶς: «ὕπαγε νίψαι
εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν
καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων». Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι τὸ νερὸ τῆς
κολυμβήθρας τοῦ Σιλωὰμ εἶχε κάποια θαυματουργικὴ δύναμη ποὺ τὸν
θεράπευσε, ἀλλὰ τὸν ἔστειλε ἐκεῖ ἁπλὰ γιὰ νὰ πλυθεῖ καὶ ὄχι νὰ
θεραπευτεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ της, ὅπως πλένουν τὸ παιδί ὅταν γεννᾶται. Τὰ
μάτια τοῦ τυφλοῦ εἶχαν δημιουργηθεῖ μὲ τὴν ἐπίχριση τοῦ πηλοῦ στὰ μάτια.
Τὸ νερὸ δὲν ἔδωσε τὴ ζωὴ στὸ χῶμα, ἀλλὰ φανέρωσε τὴ νέα ζωή, τὰ νέα
μάτια τοῦ τυφλοῦ, διότι ἄρχισαν νὰ βλεπουν τὸ φῶς: «ἀπῆλθεν οὖν καὶ
ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων».
Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν
ἐγωϊσμό τους δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δεχτοῦν
τὸ ὀλοφάνερο αὐτὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ· ἔλεγαν καὶ ξαναρωτοῦσαν τὸν πρώην
τυφλό καὶ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν γνώριζαν: «πῶς ἀνέβλεψεν;». Καὶ ἐνῶ αὐτὸς
φώναζε μὲ ὅση δύναμη εἶχε: «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ
ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ
Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα», ἄν καὶ ἔβλεπαν καὶ
ἄκουγαν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Χριστὸ συνέχιζαν νὰ λέγουν μὲ ὑπερηφάνεια
καὶ ἐγωϊσμό: «ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι
Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καὶ ἀκόμη
ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀναμάρτητο Χριστό: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος
ἁμαρτωλός ἐστιν». Καὶ ποὺ στηρίζουν τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ Κυρίου; Στὸ ὅτι
κατέλυσε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου: «ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές·
οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ»,
διότι ἦταν Σάββατο
ὅταν Χριστὸς ἔφτυσε στὴ γῆ καὶ ἔφτιαξε τὸν πηλὸ καὶ τὸν ἔχρισε στὰ
μάτια τοῦ τυφλοῦ: «ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς».
Μεγάλο κακὸ ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια
τῶν ἀνθρώπων. Ἔβλεπαν οἱ Φαρισαῖοι τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπου
ἔφτιαξε μάτια στὸν ἀόματο τυφλὸ ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, ἄκουγαν ὅλοι νὰ
τοὺς λέγουν ὅτι ἦταν τυφλὸς καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τοῦ ἔδωσε τὸ
φῶς, πῆραν καὶ τὴν μαρτυρία τῶν γονέων του, ἔστω καὶ φοβισμένη: «οἴδαμεν
ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει
οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς
ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε», ἀκοῦνε τὴν ὁλοκάθαρη καὶ ἄφοβη μαρτυρία
τοῦ πρώην τυφλοῦ: «ὅτι προφήτης ἐστίν», καὶ πὼς «εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ
Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν», καὶ αὐτοὶ συνέχιζαν νὰ παραμένουν στὴν
πλάνη καὶ στὴν ἀπιστία τους.
Ἀλλ᾽ ἐμεῖς ἄς ἀφήσουμε τὴν κακία τῶν
Φαρισαίων καὶ ἄς ἀναφωνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν πρώην τυφλό: «πιστεύω, Κύριε»
ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅπως ἐκεῖνος «προσεκύνησεν αὐτῷ», ἄς
προσκυνήσωμεν καὶ μεῖς τὸν ἀναστάντα Χριστό, «ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου