ΤΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΔΟΓΜΑ (συνέχεια)Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ Π. ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΥ
Τριάδα σε Μονάδα και Μονάδα σε Τριάδα
Σύμφωνα με τα
πιο πάνω, Μία και Αδιαίρετη είναι η Ουσία ή Φύση της Θεότητας και Ένας
Θεός είναι η Τριάδα. Θεωρείται βλασφημία το να διαιρεί κανείς την
Θεότητα σε πολλές Φύσεις. Στη Μία Θεότητα υπάρχουν τρεις Υποστάσεις ή
Πρόσωπα, αλλά είναι Ένας Θεός και τα τρία Πρόσωπα γιατί έχουν την ίδια
Φύση και ταυτότητα. Κάθε Πρόσωπο είναι το πλήρωμα της Θεότητας του
Πατέρα και ο Υιός είναι αληθινός Θεός, όπως είναι και το Άγιο Πνεύμα.
Ό,τι αναφέρεται στη Θεότητα του Πατέρα αναφέρεται στον Υιό και στο Άγιο
Πνεύμα, χωρίς να αποκαλούνται «Πατέρα»[1]. Σύμφωνα
με τις ιδιότητες του απείρου, ανεξερευνήτου και αδημιουργήτου είναι το
ίδιο, διότι στη Θεία Φύση δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του Πατέρα και του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι μία και αδιαίρετη Κοινωνία.
Σε καμιά
περίπτωση μπορεί να υπάρχει σχίσμα ή διαίρεση μέσα στη Θεία Ουσία. Ούτε
μπορούμε να φανταστούμε ότι ο Υιός μπορεί να υπάρχει χωρίς τον Πατέρα,
ούτε το Άγιο Πνεύμα μπορεί να χωριστεί από τον Υιό. Μέσα στα τρία
Πρόσωπα υφίσταται μία ακατάληπτη κοινωνία μέσα στην οποία η διαφορά των
Υποστάσεων ούτε διαιρεί την ενότητα της Φύσεως, ούτε συγχέει τα
προσωπικά χαρακτηριστικά ή τις Υποστατικές Ιδιότητες κάθε Προσώπου[2]. Υπάρχει Μία Θεότητα, επειδή Μία είναι η Ουσία των τριών Προσώπων.
Στην Αγία
Τριάδα δεν υπάρχει κατώτερος Θεός, ούτε το ένα Πρόσωπο υπήρχε πριν από
τα άλλα. Τα Πρόσωπα δεν διαιρούνται με θέληση ή με βία. Στις τρεις
Υποστάσεις η Θέληση, η Δύναμη και η Ενέργεια είναι Μία. Ο Πατέρας δεν
κάμνει τίποτε από μόνος Του και ούτε ο Υιός πράττει κάτι χωρίς το Άγιο
Πνεύμα. Όλη η Θεία Ενέργεια που καθοδηγεί την Δημιουργία έρχεται από
τον Πατέρα, υλοποιείται διά του Υιού και τελειοποιείται από το Άγιο
Πνεύμα[3].
Ο Πατέρας έχει
την Ύπαρξή Του και δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Είναι η Αιτία και η Πηγή
της Θεότητας του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ως η μοναδική Πηγή της
Μιάς Θεότητας. Ο Υιός είναι επίσης τέλειος Θεός ως ο Λόγος του Θεού και
γεννηθείς από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Το Άγιο Πνεύμα είναι
επίσης τέλειος Θεός, υπάρχον όχι ως μέρος του Πατέρα ή του Υιού. Ο Υιός
είναι ενωμένος αχώριστα με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, όπως ακριβώς
το Άγιο Πνεύμα είναι ενωμένο αχώριστα με τον Υιό και τον Πατέρα.
Οι τρεις
Υποστάσεις ή Πρόσωπα δεν διαιρούν την Μία Θεία Ουσία του Θεού, επομένως ο
Θεός είναι Ένας και όχι τρεις Θεοί. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύομε ότι
από την Φύση του Θεού προέρχεται ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, όπως από την
φωτιά προέρχεται το φως και η θερμότητα. Όπως η φωτιά εκπέμπει φως και
θερμότητα, έτσι, πριν από την εκ του μηδενός Δημιουργία των πάντων, ο
Λόγος του Θεού και το Άγιο Πνεύμα συνυπήρχαν με τον Θεό Πατέρα προ
πάντων των αιώνων. Επομένως, Ένας είναι ο Θεός, ο Οποίος δοξάζεται σε
Τριάδα και η Θεότητά Του είναι η Πηγή και Ρίζα της Θεότητας του Υιού και
του Αγίου Πνεύματος. Ο Θεός είναι Ένας στη Φύση και Ουσία, αλλά τρεις
στις Υποστάσεις: Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα· και ό,τι είναι ο Πατέρας
στη Φύση παρόμοιοι είναι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα[4]. Ο Θεός είναι Μονάδα σε Τριάδα, και ταυτόχρονα Τριάδα σε Μονάδα[5].
Θεός ο Πατέρας
Η Πατρότητα του Θεού δεν αγνοείται στην Παλαιά Διαθήκη[6]. Ανεφέρεται ως ο Πατέρας του λαού του Ισραήλ[7],
ο Οποίος τους δημιούργησε και φροντίζει γι’ αυτούς, όπως ένας πατέρας
δείχνει αγάπη και στοργή σ’ όλους εκείνους που Τον σέβονται. Οι
Ισραηλίτες απηύθυναν τις προσευχές τους σ’ Αυτόν και «καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν»[8].
Ο Θεός έδειχνε πάντοτε το έλεος και τη στοργή Του σ’ εκείνους που
υπόφεραν και είχαν ανάγκη προστασίας. Φανερώνεται ως ο Πατέρας «τῶν ὀρφανῶν» και Κριτής «τῶν χηρῶν»[9] και τους επιτρέπει να υπομένουν δοκιμασίες, επειδή εκείνους που «ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται»[10].
Στην Καινή
Διαθήκη ο Θεός Πατέρας αποκαλύπτει τον Εαυτόν Του μέσα από καινούργιο
φως. Αποκαλύπτεται ως Πατέρας, όχι μόνον γιατί δημιούργησε όλα στον
κόσμο, συντηρώντας και προστατεύοντας τους ανυπηράσπιστους και εκείνους
που έχουν ανάγκη, αλλά κυρίως μέσα σε μία ηθική άποψη ως ο Πατέρας των
πάντων, χωρίς να διαφοροποιεί μεταξύ Ιουδαίους και τα άλλα έθνη. Όλοι
όσοι συστηματικά αντιτάσσονται σ’ αυτή την αλήθεια χαρακτηρίζονται από
τον ίδιο τον Χριστό ως παιδιά «τοῦ Διαβόλου», γιατί «τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς» τους πράττουν[11], όχι
γιατί ο Σατανάς είναι η αιτία της δημιουργίας τους, αλλά επειδή αυτός
έγινε αίτιος να γίνουν αυτοί πονηροί και διαπράττουν πονηρά, όπως ψέματα
και φόνους, που είναι συγκεκριμένες κακίες του Διαβόλου[12]. Όλοι εκείνοι που, μέσον της μετανοίας, επιστρέφουν στο Θεό γίνοται παιδιά Του, όπως Εκείνος γίνεται ξανά ο Πατέρας τους[13]. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά στον Ουρανό από του να μετανοεί ένας αμαρτωλός[14]και εκείνοι που είναι ειρηνοποιοί γίνονται μιμηταί του Θείου μέσον των αρετών. Γι’ αυτό τον λόγο, θα ονομαστούν «τέκνα Θεοῦ»[15] ειδικά
εκείνοι που μέσον της πίστεως και υπακοής στο Χριστό έχουν αναγεννηθεί
διά του Αγίου Πνεύματος. Αυτοί πράγματι γίνονται παιδιά του Θεού[16] στις καρδιές των οποίων το Πνεύμα του Υιού αναφωνεί «Αββά ο Πατήρ»[17] και οι οποίοι «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν»[18].
Απ’ όλα αυτά τα
παιδιά, που είναι πλάσματα και δημιουργήματα, κανένα δεν έχει την ίδια
φύση με τον Θεό Πατέρα, ούτε είναι κανείς υιός Θεού από την φύση του. Ο
Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο μόνος ο Οποίος είναι από την
ίδια την Ουσία με εκείνη του Πατέρα[19]. Είναι ο Υιός του Θεού, επειδή από την Φύση Του έχει κοινωνία με τον Πατέρα[20] και, επειδή από την Φύση ο Υιός έχει ό,τι ο Πατέρας έχει[21], όποιος βλέπει τον Υιό, βλέπει και τον Πατέρα[22].
Ο Πατέρας έχει
μία μοναδική και αγνή μεταφυσική σχέση με τον Μονογενή Του Υιό, ο Οποίος
είναι από την Φύση Του, από την ίδια Ουσία όπως ο Πατέρας. Όλοι όσοι
μέσον της πίστεως αναγεννώνται, δεν μπορούν να επιτύχουν την Φύση του
Θεού και ούτε μπορούν να γίνουν όπως ο Μονογενής Υιός, παρά μόνον διά
μέσον μίμηση και της Θείας Χάριτος. Διότι, εκείνο που ο Υιός είναι από
την Φύση, οι άνθρωποι γίνονται με την υιοθεσία και την φιλανθρωπία του
Θεού[23].
Παρ’ όλο που ο
Χριστός παρότρυνε τους Μαθητές Του να προσεύχονται στο Θεό ως Πατέρα
τους, η δική Του σχέση με τον Πατέρα είναι διαφορετική απ’ εκείνη των
Μαθητών. Αναφερόμενος στην σχέση Του προς τον Πατέρα, ο Χριστός
χρησιμοποιεί την έκφραση «Πατέρα μου»[24], ενώ, όταν αναφερόταν στην σχέση των Μαθητών και όλου του κόσμου χρησιμοποιούσε την έκφραση «Πατέρα υμών»,[25]αποκαλύπτοντας
μ’ αυτό τον τρόπο ότι είναι ο Μονογενής Υιός του Πατέρα από την Φύση
Του και της αυτής Ουσίας, ενώ οι Μαθητές Του και όλοι όσοι θα πιστέψουν
δι’ αυτών, είναι παιδιά του Θεού από υιοθεσία και Χάριν. Αυτό φαίνεται
πολύ καθαρά μετά από την ένδοξο Ανάσταση, όταν ο Χριστός εμφανίστηκε
στην αγία Μαρία την Μαγδαληνή και της είπε, «πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν»[26].
Ο άγιος Απόστολος Παύλος τονίζει λέγοντας, «εἷς Θεὸς ὁ πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα»[27] και «ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται»[28]. Είναι
πράγματι Πατέρας, επειδή δεν δέχθηκε αυτόν τον τίτλο από κανένα άλλο,
αλλά Αυτός το χάρισε στους άλλους. Αυτός υπάρχει πάντοτε ως Πατέρας και
είναι από την Φύση Του Πατέρας. Δεν έγινε Πατέρας μετά την γέννηση του
Υιού, όπως αυτό συμβαίνει με το ανθρώπινο γένος, αλλά υπάρχει αυτό
ακριβώς που είναι προ όλων των αιώνων.
Οι άγιοι
Πατέρες της Ορθοδόξου μας Εκκλησίας αναφέρονται στο πρώτο Πρόσωπο της
Αγίας Τριάδος ως Πατέρα, διότι είναι ο Πατέρας όλων, η Αρχή και η Αιτία
όλων των πραγμάτων, η Πηγή της Ζωής από τον Οποίον ο Υιός γεννάται προ
πάντων των αιώνων. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Πατέρας είναι η φυσική Αιτία
και η Αρχή του Υιού, επειδή Μία είναι η Αρχή και όχι δύο αρχές στη
Θεότητα. Γι’ αυτό, η Κεφαλή του Υιού είναι ο Πατέρας[29].
Ο Θεός Πατέρας είναι ο Μόνος ο Οποίος είναι χωρίς αρχή και αγέννητος,
που έχει αυτή την μοναδική Υποστατική ιδιότητα και που δεν μπορεί να την
συμμεριστεί με κανένα άλλο από τα δύο Πρόσωπα. Ονομάζεται Αυτοθεός και
Αληθινός Θεός, ο πρώτος και για όλους Θεός Πατέρας. Η Ουσία του Θεού
ποτέ δεν υπήρξε ατελής, διότι, εάν θα λέγαμε ότι υπήρχε χρόνος όπου ήταν
ατελής, τότε θα αποδίδαμε ατέλεια σ’ Αυτόν με το να λέγουμε ότι άλλαξε
από του να μην είναι Πατέρας στο να είναι Πατέρας[30].
Ο Θεός Πατέρας
κατανοείται ως να είναι πάντοτε Πατέρας, διότι απ’ Αυτόν ο Υιός γεννάται
προ πάντων των αιώνων και πάντοτε υπάρχει μαζί Του. Επομένως, το πρώτο
Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι Πατέρας στο δεύτερο Πρόσωπο, ο Οποίος
γεννάται από τον Πατέρα πριν από κάθε χρόνο, συνυπάρχει μαζί Του που
είναι η Αρχή και η Πηγή της Θεότητας και από τον Οποίον το τρίτο Πρόσωπο
της Αγίας Τριάδος, το Άγιο Πνεύμα, εκπορεύεται[31].
Η αιώνια
Πατρότητα του πρώτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, παρ’ όλο που είναι
ακατανόητη, όταν σχετίζεται στις δύο βασικές Ιδιότητες της Αγάπης και
της Μακαριότητας, τότε και μόνον τότε μπορεί να κατανοηθεί από την
περιορισμένη λογική μας. Η Αγάπη του Θεού αναζητά κάποιον να αγαπά.
Σχετικά με την άπειρη Αγάπη του Θεού, το αντικείμενο της Αγάπης Του
πρέπει να είναι εξ ίσου άπειρο. Το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος
πληρεί το άπειρο ωκεανό της Θείας Αγάπης και αποδεικνύει ότι η Θεότητα
είναι Αυτάρκης και Μακαρία. Ο Υιός είναι η Ζώσα και Τέλεια Εικόνα του
Θεού, μέσα από την οποία ο Πατέρας ευχαριστείται να βλέπει την δική Του
Εικόνα.
Η Δημιουργία
δεν πραγματοποιήθηκε μόνον έξω από την Ουσία του Θεού, αλλά έλαβε χώρα
μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, όπως ο ίδιος ο χρόνος είναι μέρος της
Δημιουργίας και δεν υπήρχε πριν από τη Δημιουργία. Επειδή η αμαρτία
εισήλθε μέσα στον κόσμο, αποδείχθηκε ότι η Δημιουργία ήταν ούτε τέλεια,
ούτε άπειρη και αιώνια, ώστε να πληρεί τις συνθήκες της Άπειρης Θείας
Αγάπης. Παρ’ όλο που στην Αγία Γραφή διαβάζομε ότι «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον»[32], σχετικά με τον Υιό, δεν γράφει ότι ο Θεός αγάπησε τον Υιό, αλλά ότι «ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸν»[33] επισημαίνοντας μ’ αυτό τον τρόπον ότι η Αγάπη του Πατέρα είναι συνεχής, αιώνια και απόλυτη. Η χρήση της λέξεως «Πατέρα»επισημαίνει την στενή σχέση των δύο Προσώπων της Αγίας Τριάδος[34].
συνεχίζεται
[1] Αθανασίου Αλεξανδρείας, Κατά Αρειανών, III § 4, Migne, P.G., 26, 328 και 332.
[2] Βασιλείου του Μεγάλου, Επιστολή 38, Migne, P.G., 32, 332. Συμεώνος, Ευρισκόμενα, Ομιλία LXII, σελ. 323-326.
[3] Γρηγορίου Νύσσης, Ότι ουκ εισι τρεις θεοί, Migne, P.G., 45, 125. Δαμασκηνού, Περί των δύο θελήσεων εν Χριστώ, Migne, P.G., 95, 136. Του ιδίου, Έκθεσις. Περί Αγίας Τριάδος, VIII, Migne, P.G., 94, 825.
[4] Καρμήρη, Τα Δογματικά, τόμ. I, σελ. 365. Του ιδίου, Τα Δογματικά, τόμ. II σελ. 500, 595-596.
[5] Μητσοπούλου, Θέματα, σελ. 58-60.
[6] Ένθ’ ανωτέρω, σελ. 130-132.
[7] Δευτ. 32:6. Μαλ. 2:10. Ησ. 63:16• 64:8.
[8] Ψαλμ. 102(103):13.
[9] Ψαλμ. 67(68):5.
[10] Παροιμίαι Σολομώντος 3:12.
[11] Ιωάν. 8:44. Α΄ Ιωάν. 3:8, 10.
[12] Αμμωνίου, Αποσπάσματα εις Ιωάννην, Migne, P.G., 85, 1452. Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Εις Ιωάννην, Migne, P.G., 124, 29.
[13] Λουκ. 15:11-32.
[14] Λουκ. 15:7, 10. 5:32. Ματθ. 9:13• 12:7. Μάρκ. 2:17.
[15] Ιωάν. 1:12. Ματθ. 5:9. Γρηγορίου Νύσσης, Ομιλία 7 εις τους Μακαρισμούς, Migne, P.G., 44, 1289. Ζιγαβηνού, Εις Ψαλμόν, Migne, P.G., 129, 225.
[16] Α΄ Ιωάν. 5:18. Α΄ Πέτρου 1:23.
[17] Γαλ. 4:6. Ρωμ. 8:17.
[18] Ιωάν. 1:13.
[19] Ζιγαβηνού, Εις Ψαλμόν, Migne, P.G., 129, 1124. Γρηγορίου Νύσσης, Θεολογικός Δ΄ περί του Υιού,Ομιλία 30, § 20, Migne, P.G., 36, 128.
[20] Ιωάν. 14:10-11• 10:38• 5:19-2.
[21] Βασιλείου του Μεγάλου, Ομιλία 15 περί πίστεως, § 2, Migne, P.G., 31, 468.
[22] Ιωάν. 14:9.
[23] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Ιωάννην, κεφ. IX, Migne, P.G., 73, 153.
[24] Ματθ.
7:21• 10:32• 11:25-27• 15:13• 16:17, 27• 18:10• 18:19, 35• 20:23•
24:36• 25:34• 26:29, 39, 42, 53. Μάρκ. 8:38. Λουκ. 2:49• 10:21-22•
22:29, 42• 23:34, 46• 24:49. Ιωάν. 2:16• 5:17• 6:31• 8:19, 28, 54•
10:17-18, 25,29, 32, 37• 12:26• 14:2, 7, 12, 20-21,23• 15:1, 8, 10, 15,
24, 20:17.
[25] Ματθ.
5:16, 45, 48• 6:1, 4, 6, 8, 14-15, 18, 26, 32• 7:11• 10:20, 29• 13:43•
18:14• 23:9. Μάρκ. 11:25-26. Λουκ. 6:36• 11:13• 12:30, 32. Ιωάν.
8:42.
[26] Ιωάν. 20:17.
[27] Α΄ Κορινθ. 8:6.
[28] Εφεσ. 3:15.
[29] Lossky, Theology, σελ. 46-47.
[30] Ωριγένους, στη B, τόμ. 11, σελ. 289• τόμ.10, σελ. 96. Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου, I, Migne,P.G., 45, 369. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Κατά Αρειανών, I, 14, Migne, P.G. 26, 41. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις, Migne, P.G., 33, 700. Δαμασκηνού, Έκθεσις. Περί Αγίας Τριάδος, βιβλίο I, VIII,,Migne, P.G., 94, 812.
[31] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Αββακούμ, κεφ. III, Migne, P.G., 71, 897.
[32] Ιωάν. 3:16.
[33] Ιωάν. 3:35
[34] Ωριγένους, στη B, τόμ. 12, σελ. 366.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου