ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ 18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2022
"Ὅστις θέλει… ὀπίσω μου ἐλθεῖν" (Μαρκ. 8, 34)
Καὶ αὐτὴν τὴν Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἰδιαιτέρως τὸν Τίμιο Σταυρό. "Οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου" (Ἰω. 3, 14). Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ σταυρωθεῖ ὁ Χριστός μας, γιατὶ δὲν θὰ σωζόμαστε. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια μᾶς λέγει ὁ ἀγαπημένος μαθητής, ὁ Ἰωάννης, κηρύττοντας τὸ μυστήριο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Πρῶτος ὁ Μωυσῆς εἶχε πεῖ στοὺς Ἰουδαίους: "ὄψεσθε τὴν ζωὴν ἡμῶν κρεμαμένην ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν», καὶ μάλιστα προέβλεψε τὴν ἀπιστία τους: "καὶ οὐ μὴ πιστεύσητε τῇ ζωῇ ἡμῶν" (Δευτ. 28, 66). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡσαΐας εἶχε παρουσιάσει τὸν Μεσσία σὰν ἀμνό, πορευόμενο στὴν σφαγή: "ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος" (Ἡσ. 53, 7).
Χριστιανοί μου!
Πρὶν λίγες μέρες ἀξιωθήκαμε νὰ γιορτάσουμε τὴν παγκόσμιο Ὕψωση τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας τὸν στόλισε μὲ μυροβόλα ἄνθη καὶ βασιλικὸ καὶ τὸν ράντισε μὲ ἀνθόνερα εὐλαβείας, ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ. Οἱ καλοί μας ἱερεῖς, μὲ δέος καὶ κατάνυξη, τὸν λιτάνευσαν μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαζομένων πιστῶν καὶ ἀναφώνησαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους: "Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν Δέσποτα". Αὐτὸ τὸ Τίμιο Ξύλο, τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος ἐπότισε μὲ τὸ πανάσπιλο καὶ ζωηφόρο Αἷμά Του καὶ ἀπὸ ἀντικείμενο κατάρας καὶ ἀτιμωτικῆς τιμωρίας τὸ μετέβαλε σὲ ὄργανο εὐλογίας, ἀποτελεῖ πηγὴ θείας χάριτος, σύμβολο χαρᾶς, ἔμβλημα θριάμβου καὶ λάβαρο νίκης.
"Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι", ἀκούσαμε στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο σήμερα. Ὅποιος θέλει. Ὁ Θεὸς δὲν ἐκβιάζει καὶ δὲν καταπατᾶ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ναὶ μὲν ἀπευθύνει γενικὸ κάλεσμα, ἀλλὰ ἀφήνει στὸν ἄνθρωπο τὴν εὐχέρεια νὰ ἐπιλέξει καὶ νὰ ἀποφασίσει ἂν θὰ γίνει ἀκόλουθος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Χωρὶς τὴν ἐλευθερία ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δὲν θὰ εἶχε ἀξία. Αὐτὸ προϋποθέτει ταπείνωση, ὑπομονή, μετάνοια, στὸν ὕψιστο βαθμό. Μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ αὐταπάρνηση, ἡ θυσία, ἡ προσφορά.
"ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ". Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀνθόσπαρτο μονοπάτι. Ἀσθένειες, χωρισμοί, φτώχια, πολλὲς δυσκολίες. Αὐτὰ ἀκολουθοῦν τὸν προσωπικὸ σταυρὸ τοῦ καθενός. Ὁ πιστὸς καλεῖται νὰ σηκώσει τὸν προσωπικό του σταυρὸ χωρὶς νὰ μεμψιμοιρεῖ, ἀλλὰ νὰ αἰσθάνεται θεόσδοτη χαρά, γιατὶ γνωρίζει ὅτι ὁ σταυρός του δὲν εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του. Ἔτσι, γίνεται πνευματικὰ ὥριμος, ἀποδέχεται τὸ θεῖο θέλημα καὶ μιμεῖταιτὴν Παναγία, ἡ ὁποία εἶπε: "Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου" (Λουκ. 1, 38). Ἐξάλλου, ὁ Παντογνώστης Κύριος γνωρίζει τὶς δυνατότητες τοῦ καθενὸς καὶ τοῦ ἀναθέτει τὸν ἀνάλογο σταυρό. Δυστυχῶς, πολλοὶ σήμερα δὲν συλλαμβάνουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς πίστης. Παραβλέπουν τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν ταπείνωση, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ἔζησε ἐπὶ γῆς ὁ Κύριός μας. Ὅταν δὲ βρεθοῦν ἀντιμέτωποι μὲ αὐτὲς τὶς καταστάσεις, ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους.
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος σὲ μία ὡραιότατη ὁμιλία του λέγει: "Ὅταν σὲ ρωτάει ὁ ἄπιστος: "γιατὶ σταυρώθηκε ὁ Χριστός;", ἐσὺ νὰ τοῦ ἀπαντᾶς: ‘‘γιὰ νὰ σταυρώσει τὸν διάβολο". Καὶ ὅταν σοῦ λέγει: "γιατὶ κρεμάσθηκε σὲ ξύλο;", ἐσὺ νὰ τοῦ λέγεις: "γιὰ νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκαναν οἱ πρωτόπλαστοι στὸ ξύλο, στὸ δένδρο, ὅταν ἔφαγαν ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό’’. Καὶ ὅταν πάλι σὲ ἐρωτᾶ: "γιατὶ ἐφόρεσε ἀκάνθινο στεφάνι;", ἐσὺ νὰ ἀπαντᾶς: ‘‘γιὰ νὰ ἐκριζώσει τὰ ἀγκάθια καὶ τοὺς τριβόλους ποὺ ἔφερε ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Ὅπως ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα, γιὰ νὰ ἀπαλείψει τὴν ἁμαρτία τῆς Εὔας, ἔτσι καὶ ἐδῶ στὴν γῆ ποὺ γεωργήθηκε μὲ ἀγκάθια στὴν κεφαλή Του, τὰ ἔκαμε μὲ τὴν ὑπακοή Του ἠμερώτερα’’. Καὶ ὅταν πάλι σὲ ἐρωτᾶ: "γιατὶ ἤπιε καὶ χολή;", νὰ τοῦ λές: "γιὰ νὰ ἐξεμέσουμε ἐμεῖς τὸ θανατηφόρο δηλητήριο ποὺ ἤπιαμε μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Γιατὶ ἡ χολὴ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρὸ "ἐμὸν γέγονεν γλύκισμα", λέγει ὁ χρυσὸς ἐπίσκοπος, "καὶ τὸ ὄξος ἐκεῖνο ἐμὸν γέγονεν ἴαμα".
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος σχολιάζει ὡς ἑξῆς τὴν εὐαγγελικὴ ρήση «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»: "Ὁ ἄνθρωπος πλασμένος γιὰ νὰ εἰκονίζει τὸν θεῖο Δημιουργό, ἦταν ἀπαραίτητο νὰ εἶναι προικισμένος μὲ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἔχει τὴν ἀναφορά του σὲ Αὐτόν. Χωρὶς τὴν ἐλευθερία ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ἰσότιμος μὲ τὰ λοιπὰ ζῶα. "Ὅστις θέλει"‧ ἰδοὺ ἡ κεκλεισμένη πύλη τοῦ παραδείσου ἀνοίγεται. Αὐτὸς ὅμως ἀφήνεται ἐλεύθερος ἂν θέλει νὰ εἰσέλθει ἢ ὄχι. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὂν ὑλοπνευματικόν, ἐμφανίζονται μέσα του δύο θελήσεις: ἡ μία ἐκφράζει τὸ θέλημα τοῦ πνεύματος καὶ ἡ ἄλλη τὸ φρόνημα τῆς σαρκός. Στὸν ἀγῶνα αὐτὸν ὁ μὲν ἔσω ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὴν νίκη τοῦ πνεύματος, διότι ἀπὸ τὴν φύση του τὸ συμπαθεῖ. Ὁ δὲ ἔξω ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὴν νίκη τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός, τὸ ὁποῖον εἶναι θάνατος. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: "τὸ μὲν φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη" (Ρωμ. 8, 6). Σάρκα καὶ πνεῦμα πολεμοῦν μεταξύ τους. Ἑπομένως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀληθινὰ ἐλεύθερος, ὅταν ὅμως ἐργάζεται τὸ κακό, ἐργάζεται ἀνελεύθερα, διότι ἔχει ὑποταγεῖ στὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας. Διότι ὁ Θεὸς διέπλασε τὴν καρδιὰ ὡς ἕδρα τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ἀγάπης. Ὁ ἐσωτερικὰ ἐλεύθερος ἄνθρωπος κοσμεῖται μὲ ὅλες τὶς ἀρετές: ἡ εὐσέβεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ σύνεση τὸν καταστέφουν μὲ στεφάνια, μὲ ἄνθη ἀμάραντα. Ὁ ἐσωτερικὰ ἀνελεύθερος εἶναι δοῦλος τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας‧ ἡ ἠθικὴ αἰχμαλωσία, ἡ κακία, ἡ ἐνοχή, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ἀναίδεια, τὸ θράσος, ἡ ἀνανδρία, ἡ ἐξαχρείωση, ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀδικία, τὸ ψεῦδος καὶ οἱ λοιπὲς κακίες, οἱ ὁποῖες καὶ ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο». Καὶ καταλήγει ὁ Ἅγιος: "ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ἐλευθερώσῃ ὑμᾶς, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε", λέγει ὁ Σωτὴρ καὶ ἐλευθερωτής μας. Καὶ πάλιν: "ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἐστέ καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Ἰω. 8, 36 καὶ 31).
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος σὲ ὁμιλία του τὸ 1948 διδάσκει τὶς μοναχές: "Ἐμεῖς ἤλθαμε ἐδῶ, ἀδελφές, διὰ νὰ σηκώσωμεν τὸν σταυρόν μας‧ τὸ κατὰ τῶν δαιμόνων ὅπλον‧ τὴν δύναμιν τοῦ σώματος καὶ τὴν ἐνίσχυσιν κατὰ τῶν παθῶν. Καὶ ποῦ θέμε νὰ πᾶμε καὶ πρέπει νὰ πάρωμεν τὸ ὅπλον αὐτό; Ὅλοι τὸ γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν θέμε νὰ πᾶμε. Τὸ ὅπλον τοῦτο ἔχει δυνάμεις νὰ μᾶς σηκώσει‧ ἔχει ἐξουσίαν νὰ πρεσβεύει πρὸς τὸν Θεόν‧ ἔχει ἐνεργητικὴν χάριν νὰ ἀποσπάση ὅλα τὰ νεῦρα καὶ τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει εἰς τοὺς Οὐρανούς. Σηκώνεις τὸν Σταυρόν; ὅλο ὑπομονὴ θὰ εἶσαι, ὅλο ταπείνωσι, ὅλο χαρά… Τὴν θλῖψιν χαρὰν θὰ τὴν ἔχεις. Τὴν στενοχώριαν, τοὺς πόνους, τοὺς μόχθους, τὴν πεῖνα, τὴν δίψα, ὅλα χαρὰ καὶ ἀγαλλίασιν θὰ ἔχεις. Τὸ χαμόγελο δὲν θὰ λείπει ἀπὸ τὸ στόμα σου. Τὰ μάτια σου ὅλο χαρούμενα θὰ εἶναι. Τὰ πάντα θὰ σοῦ εἶναι εὐχάριστα, ἐπειδὴ σηκώνεις τὸν σταυρόν, τὸν ὁποῖον προσκυνεῖ σήμερα ὅλος ὁ κόσμος. Τέτοια δύναμη μᾶς δίνει ὁ Θεὸς καὶ μεῖς νὰ τὴν ἀποφεύγωμεν;"
Ἕνας προσκυνητὴς ρώτησε τὸν Ἅγιο Παΐσιο: "Γέροντα, πολλοὶ ἀνησυχοῦν, τὶ θὰ γίνει μὲ τὸ ἕνα θέμα, τὶ θὰ γίνει μὲ τὸ ἄλλο". Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου: "Κοίταξε νὰ δεῖς! Τώρα ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἤθελε νὰ μᾶς ἀφήσει, δὲν μπορεῖ. Νά, οἱ γονεῖς ὅταν φέρνουν ἕνα παιδάκι στὸν κόσμο, ὅσο ἀγωνίζονται νὰ τὸ μεγαλώσουν, τόσο περισσότερο τὸ ἀγαποῦν καὶ τὸ πονοῦν. Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Μᾳς ἔφερε στὸν κόσμο, ἀγωνίστηκε κατὰ κάποιον τρόπο, μᾶς μεγάλωσε, κουράστηκε νὰ μᾶς κάνει ὅ,τι μᾶς ἔκανε. Τώρα καὶ νὰ θέλει νὰ μᾶς ἀφήσει, δὲν μπορεῖ, γιατὶ μᾶς πονάει, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ ἔχουμε λίγο φιλότιμο. Ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν μᾶς ἀφήνει, ἐμεῖς Τὸν ἀφήνουμε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ πνευματικά, δὲν δικαιοῦται τὴν θεία βοήθεια. Ὅταν, ὅμως, ζεῖ πνευματικὰ καὶ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, τὴν δικαιοῦται. Τότε, ἂν συμβεῖ κάτι καὶ πεθάνει, εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, ὁπότε εἶναι κερδισμένος καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη".
Εὐλογημένοι Χριστιανοί!
Γιὰ ἐμᾶς τὰ ἀγαπημένα παιδιὰ τῆς Μητέρας μας Ἐκκλησίας ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημά μας. Εὐφραίνεται καὶ ἀγάλλεται ἡ ψυχή μας ἀτενίζοντάς Τον ἀνυψούμενον καὶ ἐπάνω Του νὰ κεῖται τὸ ζωηφόρο καὶ πανάσπιλο Σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ μας, αὐτὴ ἡ ἐσταυρωμένη ἀγάπη μας. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας ἂς ἀναφωνήσουμε: "Ὤ τρισμακάριστε Σταυρὲ καὶ πανσεβάσμιε, Σὲ προσκυνοῦμεν οἱ πιστοὶ καὶ μεγαλύνομεν, ἀγαλλόμενοι τῇ θείᾳ σου ἀνυψώσει‧ ἀλλ’ ὡς τρόπαιον καὶ ὅπλον ἀπροσμάχητον, περιφρούρει τε καὶ σκέπε τοὺς σοὶ ψάλλοντας‧ χαῖρε ξύλον μακάριον".
Συνοδοιπόρος μας καὶ πάλι ὁ ποιητὴς Βερίτης τραγουδᾶ μὲ τὴν γλυκόφθογγη λύρα του:
Ὤ Πανάγαθε Χριστέ μας,
Βασιλιάς μας εἶσαι Σύ.
Σκύψε τώρα, εὐλόγησέ μας,
δός μας χάρη περισσή.
Δίδαξέ μας τὴν ἀλήθεια,
μάθε μας τὴν ἀρετὴ
κι ἄναψέ μας μές στὰ στήθια
θεία φλόγα, Λυτρωτή!
Ἀμήν! Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου