ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μθ. 19, 16-26)
Κάποτε πλησίασε τὸν Χριστὸ ἕνας πλούσιος νέος καὶ τὸν ρώτησε τί θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει ὥστε νὰ ἀποκτήσει τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Χριστὸς τότε τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές. Στὴν ἀπορία τοῦ νέου γιὰ τὸ ποιὲς ἐντολὲς ἔπρεπε νὰ τηρηθοῦν, ὁ Χριστὸς τοῦ διευκρίνισε ποιὲς ἐννοοῦσε: «οὐ φονεύσεις», τοῦ λέει, «οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Οἱ ἐντολὲς αὐτές, ὅμως, δὲν ἦταν ξένες καὶ ἄγνωστες γιὰ τὸν νέο, ἀλλὰ οἰκεῖες καὶ γνωστές. Μὲ βάση αὐτὲς ζοῦσε καὶ αὐτὲς προσπαθοῦσε νὰ τηρήσει ἀνελλιπῶς ἐκ νεότητάς του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μὲ μία δόση αὐταρέσκειας καὶ ἱκανοποίησης εἶπε ξανὰ στὸν Κύριο: «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;».
Ἦταν ὅμως ἀληθινὴ ἡ ἱκανοποίηση τοῦ νέου; Ζοῦσε δηλαδὴ ὀρθὰ καὶ πνευματικά, ὥστε νὰ θέλει μόνο μία συμπλήρωση, τρόπον τινά, στὴν πνευματική του ζωή; Ναὶ μὲν ὁ νέος αὐτὸς προσπαθοῦσε ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ναὶ μὲν ποθοῦσε εἰλικρινὰ νὰ κερδίσει τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ναὶ μὲν ἀναζητοῦσε μὲ πόθο νὰ μάθει καὶ νὰ γνωρίσει καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, περιγράφοντας τὸ ἴδιο περιστατικό, μᾶς δίδει τὴν ἐπιπλέον λεπτομέρεια ὅτι ὁ Κύριος τὸν κοίταξε μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια, διότι γνώριζε ὅτι ἦταν προσεκτικὸς στὴ ζωή του καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ γνώσεις τοῦ νέου σὲ σχέση μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν μᾶλλον ἐλλειπεῖς. Ἔτσι ὁ ζῆλος του ἦταν μὲν ἀναντίρρητος, ἀλλὰ ὅμως ἦταν «οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν». Ὁ δὲ Χριστὸς γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν δρόμο τῆς τελειότητας, ἕνα δρόμο ποὺ στὸ κάτω κάτω ὁ ἴδιος ἐκζήτησε, τοῦ εἶπε «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι».
Τὸ νὰ διέθετε ὁ νέος τὰ πολλά του κτήματα καὶ πλούτη στοὺς φτωχοὺς θὰ σήμαινε τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν προσκόλληση σὲ αὐτά. Θὰ σήμαινε ἐπιπλέον ὅτι ἡ καρδία του δὲν θὰ ἦταν δοσμένη πρὸς τὴν ὕλη καὶ πρὸς τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ πρὸς τὸν Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι κατὰ τὴν ἀπαρίθμηση τῶν ἐντολῶν ποὺ ὁ Χριστὸς κάνει στὸν νεανίσκο ἀφήνει ἔξω τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει σκοπίμως γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν πόθο τοῦ νέου. Ὁ νέος βέβαια δὲν κατανόησε τὴ βασική του ἔλλειψη, ἀλλὰ περισσότερο χάρηκε γιὰ τὶς μικρὲς ἐντολὲς ποὺ τηροῦσε. Τὸ ὅτι ἡ καρδία τοῦ νέου δὲν ἀνῆκε στὸν Θεό, ἀλλὰ στὴν ἀσφάλεια ποὺ τοῦ παρεῖχαν τὰ πλούτη φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀντίδρασή του μετὰ ποὺ ἄκουσε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά».
Ἡ ἀγάπη ὅμως πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ πρώτη καὶ βασικὴ ἐντολή. Αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἀποτελοῦν τὸ πλήρωμα τῶν ἐντολῶν. Ὅποιος δηλαδὴ τὶς τηρεῖ ὀρθὰ καὶ συνειδητὰ δὲν χρειάζεται νὰ ἀνησυχεῖ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες ἐντολές. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του ζεῖ καὶ ἀνάλογη πνευματικὴ ζωή, ὅπου μόνιμος στόχος του εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἐκμετάλλευση τοῦ συνανθρώπου του. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του δὲν προσκολλᾶται οὔτε στὸν πλοῦτο οὔτε στὴν ποικιλώνυμη ἁμαρτία. Καὶ ἀφοῦ δὲν προσκολλᾶται σὲ αὐτὰ, αὐτονόητα δὲν μισεῖ, δὲν μνησικακεῖ, δὲν ἀδικεῖ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο, δὲν κλέβει, δὲν ἐξευτελίζει τοὺς ἄλλους, δὲν ἐνεργεῖ ἐναντίον τους, προκαλώντας τους πόνο καὶ προβλήματα.
Δυστυχῶς πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὁμοιάζουμε λίγο ἢ πολὺ μὲ τὸν πλούσιο νέο τοῦ Εὐαγγελίου. Ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του καὶ ὅτι τηροῦμε τὶς ἐντολές του, ἀλλὰ τελικὰ μένουμε προσκολλημένοι στὰ ὑπάρχοντά μας. Δὲν ἔχει σημασία ἐὰν αὐτὰ εἶναι πολλὰ ἢ λίγα. Σημασία ἔχει ὅτι δίνουμε σὲ αὐτὰ τὴν καρδία μας, ἀντὶ νὰ τὴν προσφέρουμε στὸν Κύριό μας. Ὅμως ἔτσι σφάλλουμε. Μία κλειστὴ στὸν Θεὸ καρδία, δὲν ἀνοίγεται ἀγαπητικὰ στὸν συνάνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ ἂς προσέξουμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου