ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Μθ. 19, 16-26)

Κά­πο­τε πλη­σί­α­σε τὸν Χρι­στὸ ἕ­νας πλού­σι­ος νέ­ος καὶ τὸν ρώ­τη­σε τί θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κά­νει ὥ­στε νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὴν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή. Ὁ Χρι­στὸς τό­τε τοῦ εἶ­πε ὅ­τι πρέ­πει νὰ τη­ρή­σει τὶς ἐν­το­λές. Στὴν ἀ­πο­ρί­α τοῦ νέ­ου γιὰ τὸ ποιὲς ἐν­το­λὲς ἔ­πρε­πε νὰ τη­ρη­θοῦν, ὁ Χρι­στὸς τοῦ διευκρίνισε ποιὲς ἐννοοῦσε: «οὐ φο­νεύ­σεις», τοῦ λέει, «οὐ μοι­χεύ­σεις, οὐ κλέ­ψεις, οὐ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, τί­μα τὸν πα­τέ­ρα καὶ τὴν μη­τέ­ρα, καί, ἀ­γα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τόν». Οἱ ἐν­το­λὲς αὐ­τές, ὅ­μως, δὲν ἦ­ταν ξέ­νες καὶ ἄ­γνω­στες γιὰ τὸν νέ­ο, ἀλ­λὰ οἰ­κεῖ­ες καὶ γνω­στές. Μὲ βά­ση αὐ­τὲς ζοῦ­σε καὶ αὐ­τὲς προ­σπα­θοῦ­σε νὰ τη­ρή­σει ἀ­νελ­λι­πῶς ἐκ νε­ό­τη­τάς του. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ μὲ μί­α δό­ση αὐ­τα­ρέ­σκει­ας καὶ ἱ­κα­νο­ποί­η­σης εἶ­πε ξα­νὰ στὸν Κύ­ρι­ο: «Πάν­τα ταῦ­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου· τί ἔ­τι ὑ­στε­ρῶ;». 


Ἦ­ταν ὅ­μως ἀ­λη­θι­νὴ ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τοῦ νέ­ου; Ζοῦ­σε δηλαδὴ ὀρ­θὰ καὶ πνευ­μα­τι­κά, ὥ­στε νὰ θέ­λει μό­νο μί­α συμ­πλή­ρω­ση, τρό­πον τι­νά, στὴν πνευ­μα­τι­κή του ζω­ή; Ναὶ μὲν ὁ νέ­ος αὐ­τὸς προ­σπα­θοῦ­σε ἀ­πὸ τὰ παι­δι­κά του χρό­νι­α νὰ τη­ρεῖ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Ναὶ μὲν πο­θοῦ­σε εἰ­λι­κρι­νὰ νὰ κερ­δί­σει τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ναὶ μὲν ἀ­να­ζη­τοῦ­σε μὲ πό­θο νὰ μά­θει καὶ νὰ γνω­ρί­σει κα­λύ­τε­ρα τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Μᾶρ­κος, πε­ρι­γρά­φον­τας τὸ ἴ­διο πε­ρι­στα­τι­κό, μᾶς δί­δει τὴν ἐ­πι­πλέ­ον λε­πτο­μέ­ρει­α ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος τὸν κοίταξε μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια, δι­ό­τι γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἦ­ταν προ­σε­κτι­κὸς στὴ ζω­ή του καὶ ἀ­γω­νι­ζό­ταν νὰ τη­ρεῖ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Δυ­στυ­χῶς, ὅ­μως, οἱ γνώ­σεις τοῦ νέ­ου σὲ σχέ­ση μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν μᾶλ­λον ἐλ­λει­πεῖς. Ἔ­τσι ὁ ζῆ­λος του ἦ­ταν μὲν ἀ­ναν­τίρ­ρη­τος, ἀλ­λὰ ὅ­μως ἦ­ταν «οὐ κατ᾽ ἐ­πί­γνω­σιν». Ὁ δὲ Χρι­στὸς γιὰ νὰ τὸν ὁ­δη­γή­σει στὸν δρό­μο τῆς τε­λει­ό­τη­τας, ἕ­να δρό­μο ποὺ στὸ κά­τω κά­τω ὁ ἴ­διος ἐκ­ζή­τη­σε, τοῦ εἶ­πε «Εἰ θέ­λεις τέ­λει­ος εἶ­ναι, ὕ­πα­γε πώ­λη­σόν σου τὰ ὑ­πάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λού­θει μοι». 

Τὸ νὰ δι­έ­θε­τε ὁ νέ­ος τὰ πολ­λά του κτή­μα­τα καὶ πλού­τη στοὺς φτω­χοὺς θὰ σή­μαι­νε τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή του ἀ­πὸ τὴν προ­σκόλ­λη­ση σὲ αὐ­τά. Θὰ σή­μαι­νε ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­τι ἡ καρ­δί­α του δὲν θὰ ἦ­ταν δο­σμέ­νη πρὸς τὴν ὕ­λη καὶ πρὸς τὰ πράγ­μα­τα τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ πρὸς τὸν Θε­ό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι κατὰ τὴν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση τῶν ἐν­το­λῶν ποὺ ὁ Χρι­στὸς κά­νει στὸν νε­α­νί­σκο ἀ­φή­νει ἔ­ξω τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ό. Καὶ αὐ­τὸ τὸ κά­νει σκο­πί­μως γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν πό­θο τοῦ νέ­ου. Ὁ νέ­ος βέ­βαι­α δὲν κα­τα­νό­η­σε τὴ βα­σι­κή του ἔλ­λει­ψη, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο χά­ρη­κε γιὰ τὶς μι­κρὲς ἐν­το­λὲς ποὺ τη­ροῦ­σε. Τὸ ὅ­τι ἡ καρ­δί­α τοῦ νέ­ου δὲν ἀ­νῆ­κε στὸν Θε­ό, ἀλ­λὰ στὴν ἀ­σφά­λει­α ποὺ τοῦ πα­ρεῖ­χαν τὰ πλού­τη φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­δρα­σή του με­τὰ ποὺ ἄ­κου­σε τὸν λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ: «ἀ­κού­σας δὲ ὁ νε­α­νί­σκος τὸν λό­γον ἀ­πῆλ­θε λυ­πού­με­νος· ἦν γὰρ ἔ­χων κτή­μα­τα πολ­λά».

Ἡ ἀ­γά­πη ὅ­μως πρὸς τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη καὶ βα­σι­κὴ ἐν­το­λή. Αὐ­τὴ μα­ζὶ μὲ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ πλή­ρω­μα τῶν ἐν­το­λῶν. Ὅ­ποιος δηλαδὴ τὶς τη­ρεῖ ὀρ­θὰ καὶ συ­νει­δη­τὰ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­νη­συ­χεῖ γιὰ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ἐν­το­λές. Ὅ­ποιος ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του ζεῖ καὶ ἀ­νά­λο­γη πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή, ὅ­που μό­νι­μος στό­χος του εἶ­ναι ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ ὄ­χι ἡ μὲ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο ἐκ­με­τάλ­λευ­ση τοῦ συ­ναν­θρώ­που του. Αὐ­τὸς ποὺ ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν συ­νάν­θρω­πό του δὲν προ­σκολ­λᾶ­ται οὔ­τε στὸν πλοῦ­το οὔ­τε στὴν ποι­κι­λώ­νυ­μη ἁ­μαρ­τί­α. Καὶ ἀ­φοῦ δὲν προ­σκολ­λᾶ­ται σὲ αὐ­τὰ, αὐ­το­νό­η­τα δὲν μι­σεῖ, δὲν μνησικακεῖ, δὲν ἀδικεῖ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο, δὲν κλέ­βει, δὲν ἐ­ξευ­τε­λί­ζει τοὺς ἄλ­λους, δὲν ἐνεργεῖ ἐναντίον τους, προκαλώντας τους πόνο καὶ προβλήματα.

Δυ­στυ­χῶς πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς τοὺς Χρι­στια­νοὺς ὁ­μοι­ά­ζου­με λί­γο ἢ πο­λὺ μὲ τὸν πλού­σι­ο νέ­ο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἰ­σχυ­ρι­ζό­μα­στε ὅ­τι ἀ­γα­πᾶ­με τὸν Χρι­στὸ καὶ τὸ θέ­λη­μά του καὶ ὅ­τι τη­ροῦ­με τὶς ἐν­το­λές του, ἀλ­λὰ τε­λι­κὰ μέ­νου­με προ­σκολ­λη­μέ­νοι στὰ ὑ­πάρ­χον­τά μας. Δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α ἐ­ὰν αὐ­τὰ εἶ­ναι πολ­λὰ ἢ λί­γα. Ση­μα­σί­α ἔ­χει ὅ­τι δί­νου­με σὲ αὐ­τὰ τὴν καρ­δί­α μας, ἀν­τὶ νὰ τὴν προ­σφέ­ρου­με στὸν Κύ­ρι­ό μας. Ὅ­μως ἔ­τσι σφάλ­λου­με. Μί­α κλει­στὴ στὸν Θε­ὸ καρ­δί­α, δὲν ἀνοίγεται ἀγαπητικὰ στὸν συνάνθρωπο. Γι᾽ αὐ­τὸ ἂς προ­σέ­ξου­με!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου