ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
01 Δεκεμβρίου 2024
«Kύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί σοί γάρ πεποίθαμεν» (Ἠσαΐου 33,2).
Τό στόμα τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, καί πάλι διαλαλεῖ: «Κύριε, στεῖλε τό ἔλεός Σου σέ ἐμᾶς, γιατί ἐμεῖς σέ ἐσένα ἔχομε στηρίξει τήν πεποίθησή μας». Νά ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας» διαβάζουμε στό βιβλίο τῆς Γένεσης (4,26) καί στό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν ὁ μελωδικότατος Δαβίδ προσεύχεται: «Κύριε ὁ Θεός μου ἐκέκραξα πρός ἐσένα» (Ψαλμ. 27,1). «Μή μέ ἐγκαταλείπεις, Κύριε» (Ψαλμ. 37,22). «Λύτρωσέ με, Κύριε, καί ἐλέησέ με» (Ψαλμ. 25,11).
Ἡ ἐπιθυμία τοῦ τυφλοῦ, τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἦταν πολύ μεγάλη, γι’αὐτό καί ἡ προσευχή του πολύ ἰσχυρή καί ἐπίμονη. Εἶχε τό στοιχεῖο τῆς πίστης καί τῆς ἐμπιστοσύνης στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε τήν ἐλπίδα στόν ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος γράφει πώς φώναζε πιό πολύ, γιατί ἡ θερμότητα καί ἡ ἐπιμονή του στήν προσευχή προερχόντουσαν ἀπό τήν ἐσωτερική του κατάσταση. Ἡ ψυχή του τόν πληροφοροῦσε πώς τώρα ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή, γιά νά πετύχει τό ποθούμενο.
Ὁ τυφλός «ἐβόησε λέγων ̇ Ἰησοῦ, υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ὁ Κύριός μας τόν ἐρωτᾶ «τί σοί θέλεις ποιήσω;» καί ὁ ἄρρωστος ἀπαντᾶ: «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω» καί ἀμέσως ἀνέβλεψε.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν ὅτι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τήν ὁποία ζητοῦμε ἐμεῖς ἀπό τόν Θεό.
Ἄς εἰσέλθουμε στόν εὐώδη λειμώνα τῆς σοφίας τους.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος θά πεῖ: Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νά πολεμᾶς τόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς σου... Δέν ὑπάρχει οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε στή γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσευχόταν συνεχῶς μέ τά λόγια: «Κύριε, φώτισέ μου τό σκότος. Δός μου λίγο φῶς νά διαλυθεῖ τό σκοτάδι πού ἔχω μέσα μου». Τοῦ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία καί τόν ρώτησε: Γιατί λές αὐτά τά λόγια; Γιατί ζητᾶς φῶς; Βέβαια ἡ Παναγία τόν δίδασκε. Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε: Τί καλύτερο νά ζητήσω, Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας, ἀπό τό φῶς; Ἄνθρωπος πού κινδυνεύω ἀπό στιγμή σέ στιγμή ἀπό τίς κακίες τοῦ κόσμου, τά πάθη, τήν ἀμέλεια, ἀπό τόσα πού συμβαίνουν γύρω μου, νά ξεχάσω ἐκεῖνα πού ἔχουν ἀξία; Δηλαδή τήν πίστη, τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη, τήν μετάνοια.
Δύσκολο εἶναι νά βυθιστῶ στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τό Χριστό;
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁμολογεῖ: Στόν Θεό ἐλπίζω καί Τοῦ ἀναθέτω τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου. Τόν Θεό, τήν πηγή τῆς ἀγάπης, ἀγαπῶ καί ποθῶ διαρκῶς. Ὅταν ὁ νοῦς μου ἀνυψώνεται πρός Ἐκεῖνον, ἀναπαύεται. Τόν Θεό ἡ καρδιά μου ἐπιθυμεῖ σφόδρα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης σημειώνει: Τό «Κύριε ἐλέησον» εἶναι ἡ φωνή τοῦ ἁμαρτωλοῦ πού ἐκφράζει τή στερεά του ἀπόφαση νά ἀλλάξει τρόπο ζωῆς, νά γίνει ἀληθινός χριστιανός. Αὐτή ἡ φωνή εἶναι ἔτοιμη νά συγχωρέσει τούς ἄλλους, νά τούς δείξει ἔλεος, ὅπως καί ὁ ἴδιος ἐλεεῖται ἀπό τόν Κύριο, τόν Κριτή τῶν πράξεών του.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ διδάσκει: Ἡ προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ κατέχει πολύ σημαντική θέση στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, γιατί αὐτό εἶναι θέμα σωτηρίας τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ὁ Σωτήρας. «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». Αὐτή εἶναι πρωτίστως ἡ εὐχή τῆς μετανοίας. Ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ αἴσθηση γιά τήν παρουσία τῆς ἁμαρτίας μέσα μας, τόσο μεγαλύτερο ὄφελος ἀποκομίζεται ἀπό κάθε ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει νά τή λέμε συνεχῶς, ὡσότου διαποτισθεῖ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας μέ τό ὄνομα τοῦ Σωτήρα μας.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης ἔλεγε: Ἀπό αὐτή τή μικρούλα ἀλλά παντοδύναμη εὐχή ξεκίνησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἔγιναν φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή θά σέ διδάξει αὐτά πού θέλεις, αὐτά πού δέν γνωρίζεις.
Ὁ ἀείμνηστος Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης καταθέτει: Μέ τή βοερά κραυγή «Κύριε» δοξολογοῦμε τόν Θεό. Μέ τήν γλυκυτάτη ἐπίκληση καί πρόσκληση «Ἰησοῦ» μαρτυροῦμε ὅτι εἶναι παρών ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας μας καί εὐγνωμόνως Τόν εὐχαριστοῦμε, διότι μᾶς ἐτοίμασε τήν αἰώνια ζωή. Μέ τήν λέξη «Χριστέ» θεολογοῦμε, ὁμολογοῦντες ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί Θεός. Ἐν συνεχείᾳ, μέ τήν ἐνδόμηχη αἴτηση «ἐλέησόν με», προσκυνοῦμε καί παρακαλοῦμε νά γίνει ἵλεως ὁ Θεός. Ἐκπληρώνοντας τά σωτήρια αἰτήματά μας, τούς πόθους καί τίς ἀνάγκες τῶν καρδιῶν μας. Καί ἐκεῖνο τό «μέ» τί εὖρος ἔχει! Δέν εἶναι μόνο ὁ ἑαυτός μου, μόνο, εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες στό κράτος τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἁγία Του Ἐκκλησία. Εἶναι ὅλοι αὐτοί πού ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ μου σώματος. Καί, τέλος, γιά νά εἶναι πληρέστατη ἡ προσευχή μας, κατακλείομε μέ τήν λέξη «τόν ἁμαρτωλό», ἐξομολογούμενοι «πάντες γάρ ἁμαρτωλοί ἐσμέν» καθώς ὁμολογοῦσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί ἐγένοντο μέ αὐτή τή φωνή «υἱοί φωτός καί ἡμέρας».
Χριστιανοί μου,
ὁ τυφλός καί μετέπειτα εὐγνώμων ὑγιής προσευχήθηκε στόν Κύριο μέ θαυμαστό τρόπο. Ἡ προσευχή του εἶχε πίστη, προερχόταν ἀπό τήν πεποίθηση πώς μόνον ὁ Χριστός θά τόν θεραπεύσει, ἦταν ἐπίμονη καί συγκεκριμένη καί, στό τέλος, ἦταν καί προσευχή εὐγνωμοσύνης. Ἀκολούθησε τόν Χριστό «δοξάζων τόν Θεόν». Ὅλα αὐτά μᾶς παρακινοῦν ὅλους μας νά ἐλέγξουμε τήν ποιότητα τῆς προσευχῆς μας.
Ἀδελφοί μου,
εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη στή πονηρή ἐποχή μας, νά ἀνοίξουμε τά μάτια τῆς ψυχῆς μας γιά νά δοῦμε τή δόξα καί τή δύναμη τοῦ Σωτῆρα μας. Νά ἀτενίσουμε τήν αἰώνια ζωή καί νά κατανοήσουμε τί κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Νά ἀπευθυνθοῦμε στόν Λυτρωτή μας καί νά τοῦ ποῦμε «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5) συνῳδά μέ τή γλυκόηχη φωνή τοῦ χριστιανοῦ ποιητῆ: Δέξου, Χριστέ, τήν προσευχή μας, καί ἄς γίνει Φάτνη σου ἡ ψυχή μας. Κάνε νά ἀνθίσουν ἄσπροι κρίνοι, ὅπου περίσσεψαν οἱ θρῆνοι. Μέσ’ στίς καρδιές νά φέξει ἡ Πίστις, πεντάκτινο ἄστρο τῆς αὐγῆς. Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου