ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις.

Ἐγγονὸς τοῦ Νῶε, ἀπὸ τὸν Σήμ, ὑπῆρξε ὁ Ἀσσούρ, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε τὴν ἰσχυρότατη αὐτοκρατορία τῶν Ἀσσυρίων ποὺ ἔφτασε νὰ κυριαρχήσει σὲ ὅλη τὴν Μεσοποταμία, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Ἰουδαία, τὴν Ἀραβία καὶ τὴν Αἴγυπτο. Ἡ Νινευὴ ὑπῆρξε ἀρχικὰ μεγάλη πόλη μέσα στὸ Βασίλειο τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἀργότερα ἔγινε πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας.
Οἱ κάτοικοί της ὅμως, βουτηγμένοι στὴν ἁμαρτία καὶ σὲ κάθε πονηρὸ καὶ κακὸ ἔργο, προκάλεσαν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
Φιλεύσπλαχνος Αὐτὸς καὶ φιλάνθρωπος κάλεσε τὸν Ἰωνᾶ καὶ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πάει στὴν Νινευὴ καὶ νὰ προφητεύσει τὴν καταστροφή της, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ἀν δὲν μετανοήσουν.

Ὁ Ἰωνᾶς φοβήθηκε τὸν θυμὸ τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν ἀρχόντων τῆς ἰσχυρῆς αὐτῆς πόλεως καὶ προσπάθησε μὲ τὴν φυγὴ νὰ κρυφτεῖ, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀκολουθώντας ἀντίθετη κατεύθυνση πῆγε στὴν Ἰόππη καὶ μπῆκε σὲ πλοῖο, μὲ προορισμὸ τὴν Θαρσίς, μήπως καὶ ξεφύγει. Τρικυμία ὅμως ξέσπασε καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι, μέσα ἀπὸ τὸν κλῆρο, ἔδειξε τὸν ἔνοχο Ἰωνᾶ. Χωρὶς κάποιος νὰ πάθει κακό, ὁ ἔνοχος τῆς θαλασσοταραχῆς ρίχτηκε στὴν θάλασσα καὶ «φιλοξενήθηκε» στὴν κοιλιὰ τοῦ θαλάσσιου κήτους γιὰ τρεῖς ἡμέρες.
Ἐκεὶ μετανοιωμένος γιὰ τὴν ἀνυπακοή του στὸ Θεῖο πρόσταγμα προσευχήθηκε θερμὰ καὶ ἔτσι τὸ κῆτος τὸν ξέρασε στὴν ξηρά. 
Μάζεψε τότε τὶς δυνάμεις του ὁ Ἰωνᾶς καὶ ἀκολουθώντας τὸ Θεῖο θέλημα, ἔφτασε τὸ συντομότερο δυνατὸ στὴν τρανὴ Νινευὴ καὶ ἐκεὶ προφήτευσε τὴν καταστροφὴ τῆς πόλης σὲ τρεῖς ἡμέρες, γιὰ τὶς κακίες καὶ τὶς πονηρίες τῶν κατοίκων της, ἀν δὲν ὑπάρξει μετάνοια.
Τὶ ἔπραξαν ὅμως, οἱ Νινευῖτες ἀκούγοντας τὴν προφητεία;
Ἀξίζει νὰ ἀφήσουμε τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο νὰ μᾶς περιγράψει, μὲ τὸν δικό του μοναδικὸ καὶ εξαιρετικὸ τρόπο, τὴν μετάνοια ποὺ κηρύχθηκε στὴν πόλη:
«Τὸ φοβερὸ προφητικὸ κήρυγμα ξάφνιασε τοὺς Νινευίτες.
Κατατρόμαξε τὴν κυρίαρχη ἐκείνη πολιτεία, τὴ συγκλόνισε ἀπ’ ἄκρη σ' ἄκρη. Κομμάτιασε τὶς καρδιὲς καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἀρχόντων, γιατὶ κατέστρεφε τὴν πόλη τους καὶ κάθε τους ἐλπίδα.
Ἄκουσαν τὴν προφητικὴ φωνὴ οἱ βασιλιάδες καὶ ταράχθηκαν.
Τόσο ταπεινώθηκαν, ποὺ πέταξαν τὰ στέμματά τους καὶ πόθησαν τὴ μετάνοια.
Τὴν ἄκουσαν οἱ ἄρχοντες, καὶ θορυβήθηκαν. Ἔβγαλαν τὰ λαμπρὰ φορέματά τους κι ἔβαλαν τρίχινα καὶ ταπεινά.
Τὴν ἄκουσαν οἱ γεροντότεροι, κι ἔχωσαν ἀπὸ συντριβὴ τὰ κεφάλια τους μὲς στὴ στάχτη.
Τὴν ἄκουσαν οἱ πλούσιοι, κι ἀμέσως ἄνοιξαν τοὺς θησαυρούς τους στοὺς φτωχούς.
Τὴν ἄκουσαν οἱ δανειστές, καὶ ξέσχισαν ἀμέσως τὰ γραμμάτιά τους.
Τὴν ἄκουσαν οἱ ὁφειλέτες, κι ἔτρεξαν νὰ ξοφλήσουν τὰ χρέη τους.
Τὴν ἄκουσαν οἱ κλέφτες, κι ἔδιναν πίσω βιαστικὰ τὰ κλοπιμαῖα στοὺς δικαιούχους.
Τὴν ἄκουσαν ὅμως καὶ οἱ δικαιοῦχοι, καὶ προσποιοῦνταν πὼς τὰ κλεμμένα δὲν ἤτανε δικά τους, ἀφήνοντάς τα ὅλα στοὺς κλέφτες.
Τὴν ἄκουσαν οἱ φονιάδες, καὶ ἐξομολογοῦνταν τὰ ἐγκλήματά τους, καταφρονώντας πιὰ τὸ φόβο τῶν δικαστῶν.
Τὴν ἄκουσαν ὅμως καὶ οἱ δικαστές, καὶ τοὺς συγχώρεσαν, γιατὶ μέσα σ’ ἐκείνη τὴν ἀπερίγραπτη συγκίνηση κανεὶς δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ δικάσει.
Τὴν ἄκουσαν οἱ ἁμαρτωλοί, καὶ ἐξομολογήθηκαν τὶς κακές τους πράξεις.
Τὴν ἄκουσαν οἱ δοῦλοι, κι ἔγιναν μὲ τὸ παραπάνω τίμιοι ἀπέναντι στοὺς ἀφέντες τους.
Τὴν ἄκουσαν οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἐπίσημοι, καὶ ἔριξαν τὴν ἔπαρσή τους.
Κοντολογίς, ἄρχισε ὁ καθένας νὰ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία του, νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸ Θεό. Δὲν ὑπῆρχε πιὰ κανεὶς ποὺ νὰ θέλει τὸ κακὸ τοῦ ἄλλου. Ὅλοι τώρα εἴχαν ἕνα μονάχα πόθο: Πώς, μετανοημένοι, νὰ κερδίσουν τὴν ψυχή τους. Καὶ ὅλοι ἔσπερναν φιλανθρωπία γιὰ νὰ θερίσουν τὴ συγχώρηση!». 
Εἶδε ὁ φιλεύσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Πατέρας τὴν μετάνοια καὶ ἄλλαξε τὴν ἀπόφασή Του. Ἡ Νινευὴ δὲν καταστράφηκε! Ἡ μετάνοια ἀπέδωσε καρποὺς πρὸς δόξαν Θεοῦ. Χάρηκαν οἱ κάτοικοι καὶ δοξολόγησαν τὸν Θεό.
Λυπήθηκε ὅμως ὁ Ιωνᾶς γιατὶ ἡ προφητεία του δὲν πραγματοποιήθηκε καὶ εἶπε στὸν Θεό: «Ὦ Κύριε, οὐχ οὗτοι οἱ λόγοι μου ἔτι ὄντος μου ἐν τῇ γῇ μου; διὰ τοῦτο προέφθασα τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσίς, διότι ἔγνων ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις. καὶ νῦν, δέσποτα Κύριε, λάβε τὴν ψυχήν μου ἀπ ̓ ἐμοῦ, ὅτι καλὸν τὸ ἀποθανεῖν με μᾶλλον, ἢ ζῆν με.» (Ἰωνς, κεφ. 4, στ. 2,3).
Καὶ πῆγε ὁ Ἰωνᾶς καὶ στάθηκε σὲ ὕψωμα ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ περίμενε κάτω ἀπὸ τὸν ἡλιο νὰ δεῖ τὶ θὰ γίνει μὲ τὴν πόλη.
Τότε ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε σὲ ἕνα φυτό, μιὰ κολοκυθιά, νὰ τοῦ παρέχει
ἴσκιο. Χάρηκε γι’ αὐτὸ ὁ Ἰωνᾶς. Τὴν ἄλλη μέρα ὅμως, ἐπέτρεψε ὁ
Θεὸς καὶ ξεράθηκε ἡ κολοκυθιὰ καὶ τότε ὁ Ἰωνᾶς λυπήθηκε. Τὸν
παρηγόρησε ὅμως ὁ Θεὸς λέγοντάς του πὼς, ἀν ἐσὺ λυπάσαι γιὰ μιὰ
κολοκυθιὰ ποὺ οὔτε φύτεψες, οὔτε κόπιασες γιὰ νὰ μεγαλώσει, Ἐγὼ
νὰ μὴν λυπηθῶ γιὰ τὰ δημιουργήματά Μου, ποῦ ἄκουσαν τὸν λόγο
Μου καὶ μετανόησαν;
Χρόνια ἁμάρταναν οἱ Νινευῖτες καὶ μόνο τρεῖς ἡμέρες
μετανόησαν μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημα Του καὶ ὁ Θεὸς δὲν
κατέστρεψε τὴν πόλη τους.
Εἶναι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων καὶ μακρόθυμος καὶ πολυέλεος ὁ
Θεὸς και μετανοῶν μὲ τὶς κακίες τῶν ἀνθρώπων ἀρκεῖ οἱ ἄνθρωποι
νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο Του, νὰ ἐμπιστευθοῦν τὸ θέλημά Του καὶ νὰ
μετανοήσουν ἀπὸ τὶς κακίες τους καὶ τὶς πονηρίες τους καὶ νὰ
πάψουν νὰ ἁμαρτάνουν.
Ἀναστημένοι οἱ Νινευῖτες θὰ κατακρίνουν κάθε πονηρὴ γενιὰ
ἀνθρώπων ποὺ δὲν μετανοεῖ, καὶ τὴν δική μας γενιὰ ἀν δὲν
μετανοήσουμε. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὴν προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ μόνον καὶ
μετανόησαν. Ἐμεῖς ἀκοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν
Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Σωτήρα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν
σωμάτων ἡμῶν, νὰ μᾶς καλεῖ σὲ ΜΕΤΑΝΟΙΑ!
Μποροῦμε καὶ θὰ τὀ πράξουμε... Μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας, δική
Του!

π. Ἐφραὶμ Ντέτσικας
Ἐφημέριος ἐνορίας Περιβλέπτου
πόλεως Ἰωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου