ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἰω. 1, 44-52)
Πρὶν ἀπὸ δώδεκα αἰῶνες, στὶς 11 Μαρτίου 843 -τὴν πρώτη Κυριακὴ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ἐκείνου τοῦ ἔτους- ἐπὶ Πατριάρχου Μεθοδίου καὶ Αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, μία σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη «ἀναστήλωσε», δηλαδὴ ἀνάρτησε καὶ πάλι στοὺς στύλους τῶν ναῶν, τὶς ἅγιες εἰκόνες, δίνοντας ἔτσι τέλος στὴν ἀναστάτωση ποὺ προκάλεσε στὴν Αὐτοκρατορία ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας (726 - 843).
Ἡ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων ὀνομάστηκε ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀποτελεῖ νίκη τῆς ἀληθοῦς Πίστεως. Σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, ἡ Ἐκκλησία, μέσα στὴν ὁποία διατηρεῖται ἀνόθευτη ἡ ὀρθὴ πίστη, δηλαδὴ ἡ Ὀρθοδοξία, εἶναι ἐργαστήριον ἁγιότητος, εἶναι μὲ ἄλλα λόγια τόπος καὶ τρόπος «παραγωγῆς» ἁγίων. Οἱ ἄνθρωποι, μέσα σὲ αὐτή, ζῶντας ἀγαπητικὰ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μεταμορφώνονται διὰ τῆς Θείας Χάριτος. Στὴν Ὀρθοδοξία ἡ ἀναφορὰ στὸν Θεὸ δὲν γίνεται κατ᾽ εὐθείαν, ἀλλὰ διὰ τοῦ συνανθρώπου. Τοῦτο συνιστᾶ τὴν ἑνότητα καὶ ἀκεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴ σωτηρία. Ἄρα στὴν Ὀρθοδοξία δὲν σώζεται κανεὶς ἀτομικά, ἀλλὰ διὰ τοῦ πλησίον.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Φίλιππος λέει μὲ ἐνθουσιασμὸ στὸν Ναθαναήλ: «εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν». Μὲ τὴ δήλωσή του αὐτὴ ἐκφράζει τὴν ὀρθοδοξία, δηλαδὴ τὴν ὀρθὴ δόξα, τὴν ὀρθὴ πίστη. Διότι πράγματι, Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι παρὰ ἡ εὕρεση τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ καὶ Σωτῆρα. Αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς λυτρωτικῆς προσδοκίας σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἀπολογούμενος ἐνώπιον τοῦ ἑβραϊκοῦ Συνεδρίου, διακήρυξε μὲ παρρησία ὅτι: «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία». Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ σώσει. Κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ θεογνωσία, στὴν ἀληθινὴ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν γνωρίζουμε τὸν Θεὸ διανοητικά, στοχαστικά, ἀφηρημένα, ὡς ἰδέα φιλοσοφικὴ ἢ ἀναζήτηση ἀνθρώπινη. Ἀντ᾽ αὐτοῦ τὸν γνωρίζουμε ὡς Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος κατὰ πάντα -πλὴν τῆς ἁμαρτίας- μὲ ἐμᾶς. Ἡ ἁμαρτία δὲν ἀνήκει στὴν ἀρχικὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτὸ στὸν ἀληθινὸ Χριστὸ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς χαρακτηριστικὰ καὶ συμπεριφορές, ὅμοια μὲ τὰ δικά μας. Τὰ δικά μας ἐκφράζονται στὴν τραγικότητα τῆς πτώσης, ἐνῶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετικά: «Ὑπὲρ ἄνθρωπον αὐτοῦ τὰ ἀνθρώπινα», μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες. Ἑκούσια προσέλαβε ὁ Χριστὸς τὰ λεγόμενα «ἀδιάβλητα», δηλαδὴ τὰ μὴ ἐφάμαρτα πάθη μας: τὴν πεῖνα, τὴ δίψα, τὸν πόνο, τὸν κόπο, τὸν θάνατο. Προσέλαβε, μὲ ἄλλα λόγια, τὶς συνέπειες τῆς πτώσης, μετέχοντας ἔτσι στὴν ἱστορικὴ περιπέτειά μας, γιὰ νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ ἁγιάσει τὴν ἱστορία. Αὐτὸν τὸν Χριστὸ συναντᾶμε στὸ Σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία.
Ἄρα ἡ συνάντηση μαζί του εἶναι συγκεκριμένη καὶ γίνεται ἀκολουθῶντας τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν θελήσουμε νὰ παρακάμψουμε τοὺς ἁγίους, πλάθοντας αὐθαίρετα καὶ διανοητικὰ ἕνα ἄλλο Χριστό, τότε προβάλλουμε στὸν Χριστὸ τὰ δικά μας πάθη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ τιμοῦμε ἕνα διαφορετικὸ Χριστό. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δημιουργήθηκαν καὶ λατρεύτηκαν καὶ οἱ θεοὶ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ δωδεκάθεου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν καθαρίσει τὴν καρδιά του καὶ δὲν γεμίσει καὶ δὲν κατακλυσθεῖ «Πνεύματος Ἁγίου» θὰ κατανοεῖ τὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς φαντασίας του. Οἱ ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας βλέποντας τὸν Χριστὸ «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» μᾶς φανερώνουν τὸν ἀληθινὸ Χριστὸ καὶ μᾶς καθοδηγοῦν στὴν ὀρθὴ πίστη.
Ἡ ἀληθινὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστὸ βεβαιώνεται μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱεραποστολικὴ μαρτυρία καὶ πρόσκληση πρὸς τοὺς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας: ζῶντας ἐμεῖς ὀρθὰ καὶ κατὰ Θεὸν καὶ ἔχοντας τὴν ἀνάλογη ἐν Πνεύματι ἐμπειρία, μποροῦμε νὰ προτείνουμε, μαζὶ μὲ τὸν Φίλιππο, τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε». Ἰσχύει ὅμως καὶ τὸ ἀντίθετο˙ ἐφόσον γνωρίζουμε τὴν ἀλήθεια δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἀποσιωποῦμε: «οὐαὶ δὲ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι» - ἀλίμονό μου, ἂν δὲν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ - ἔγραφε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους.
Συνοψίζοντας, ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας συνδέεται μὲ τὴν ἱεραποστολὴ ὡς ἔκφραση τῆς ἐν Χριστῷ ἐμπειρίας, δηλαδὴ τὸ «εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν» καὶ μὲ τὴν κλήση στὴν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία, δηλαδὴ τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου