ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 8, 26-39)
Ἂν καὶ οἱ ἐπιβουλὲς τῶν δαιμόνων κατὰ τῶν ἀνθρώπων εἶναι πολλές, ὅμως, ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πολλαπλάσια τῆς κακότητάς τους καὶ τρόπον τινά, ἀναιρεῖ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ μίσους τους.
Ὄντως, ἐὰν ἀπουσίαζε ἡ ἄνωθεν βοήθεια, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων θὰ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Τὸ μῖσος τῶν δαιμόνων ταλαιπωρεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Παραδείσου. Ἀφ᾽ ὅτου ὁ Σατανᾶς ἑκουσίως καὶ ἐλεύθερα ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν Θεό, διακατέχεται πρωτίστως ἀπὸ μῖσος γιὰ τὸν Δημιουργό του. Ἐπειδή, ὅμως, ἀδυνατεῖ γιὰ μία κατὰ μέτωπο πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, μεθοδεύει ἀλλιῶς τὸν ἀγῶνα του καὶ ἐπιζητεῖ τὸν ἀφανισμὸ τῆς καλῆς λίαν δημιουργίας εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε τοῦ ὑπολοίπου κόσμου.
Ταυτόχρονα, προσπαθεῖ νὰ ἀμαυρώσει τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψη τοῦ κτίστη στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν κακόβουλη συμβουλὴ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους, τοὺς ὁποίους οὐσιαστικὰ νουθέτησε νὰ ἀντιταχθοῦν στὸν Θεό.
Ἀκολούθως, τὴν παρακοὴ τῶν ἀνθρώπων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ διαδέχθηκε ἡ εἰδωλολατρία, ὅπου ἀντὶ νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς ὡς Θεός, προσκυνοῦνταν καὶ λατρευόντουσαν τὰ κτίσματα. Αὐτὴ ἦταν ὄντως νίκη τοῦ ἀντίθεου δαίμονα, ὅπου μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία τῶν πάσης φύσεως εἰδώλων, προσκυνεῖτο ὁ ἴδιος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὡς Θεός.
Μὴ ἀρκούμενος σὲ τοῦτο ὁ δαίμονας ἀποπειρᾶται καὶ μερικὲς φορὲς τὸ ἐπιτυγχάνει, γιὰ διάφορους λόγους, νὰ εἰσέλθει στὸν ἄνθρωπο ταλαιπωρῶντας καὶ ἐξευτελίζοντάς τον. Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι ποὺ περιγράφεται καὶ στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.
Εἰσερχόμενος ὁ Χριστὸς «εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν», ἔρχεται πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ ἕνα ταλαίπωρο δαιμονισμένο. Ὁ ἄνδρας, ὁ ὁποῖος γιὰ πολλὰ χρόνια ἀποτελοῦσε κατοικητήριο δαιμόνων, βρισκόταν σὲ μία ἄθλια κατάσταση, παράλογος καὶ ἔξω φρενῶν «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς «καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾽ ἐν τοῖς μνήμασιν». Ζοῦσε ἄνευ ἐνδύματος, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μέσα στὰ μνήματα, ἴδιος μὲ ζωντανὸ νεκρό. Ἡ ἐπήρεια τῆς λεγεώνας τῶν δαιμόνων ἦταν τέτοια ποὺ ὁ βασανισμένος ἄνθρωπος περιφερόταν ἀπὸ τὴν πόλη στὴν ἔρημο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ μνήματα. Ἔσπαγε ἀκόμα καὶ τὶς ἁλυσίδες μὲ τὶς ὁποῖες τὸν ἔδεναν, ἀποδεικνύοντας τὸν ἑαυτό του ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνο γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Τέτοιου μεγέθους ἦταν ἡ συμφορά του, ἀλλὰ καὶ τόσο μεγάλη ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀπανθρωπίας τοῦ ἀρχέκακου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Κατανοῶντας ὁ δαίμονας, κατὰ σοφὴ οἰκονομία Θεοῦ, ποιὸν εἶχε μπροστά του, ταράσσεται καὶ διαμαρτύρεται καὶ τρέμει γιὰ τὴν ἐπικείμενη τιμωρία: «τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;», λέει μὲ δυνατὴ φωνή, «δέομαί σου, μὴ μὲ βασανίσῃς». Στὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ ὄνομά του ἀναγκάζεται νὰ ἀπαντήσει καὶ νὰ ὁμολογήσει τὸν ἀριθμὸ τῶν δαιμόνων ποὺ βρίσκονταν μέσα στὸν δυστυχισμένο ἄνθρωπο. Ἡ λεγεώνα τῶν δαιμόνων δειλιάζοντας, δέεται νὰ μὴν βασανισθεῖ καὶ προκρίνει, ἀντὶ τῆς ἀβύσσου, δηλαδὴ τῆς ἑτοιμασμένης τιμωρίας γιὰ τὸν ἀποστάτη ἄγγελο, τὴν εἴσοδο στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων.
Ἡ ἐν λόγῳ παράκληση τῶν δαιμόνων, δηλαδὴ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει ὁ Χριστὸς τὴν εἴσοδό τους στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων, ἀποδεικνύει τὴν ἀδυναμία τους. Παράλληλα, ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, τὸ ὅτι δηλαδὴ εἰσῆλθαν στοὺς χοίρους καὶ ἀμέσως τοὺς ἔριξαν ἀπὸ τὸν κρημνὸ στὴ λίμνη καὶ τοὺς ἀπέπνιξαν, δεικνύει καὶ τὴν κακότητά τους, ἀφοῦ δὲν φείδονται οὐδενὸς προσώπου ἢ πράγματος, τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Τίποτα ἀπὸ τὴ δημιουργία δὲν θὰ ὑφίστατο ἐὰν ὁ δαίμονας εἶχε τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ τὴ δύναμη νὰ ἐνεργεῖ ὅπως ἤθελε.
Ἤδη μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἄρχεται ἡ κατάπτωση τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ. Ἡ κακότητα, ἡ ἀπανθρωπία καὶ ἡ ἔχθρα τῶν δαιμόνων, ἀναιροῦνται ἀπὸ τὴν ἀκαταγώνιστο ἰσχὺ τοῦ Κυρίου, τὴν ἀγαθότητα, τὴ φιλανθρωπία, τὴν κηδεμονία καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔλευση τοῦ ἀγαθοῦ, ἀλλὰ καὶ παντοδύναμου Θεοῦ ἀναπλάθει τὸ πλάσμα του, ἐκμηδενίζοντας τὸν δαίμονα. Στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ πρώην δαιμονισμένος, ἀπὸ ἀκοινώνητος, ἐχθρικὸς καὶ ἄγριος, ὑφίσταται τὴν ἀνάπλαση ἀπὸ τὸν Χριστό. Τώρα, ἐνδεδυμένος καὶ σώφρων, βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου