ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(Μρ. 9, 17 – 31)

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα κάνει λόγο γιὰ τὴ νηστεία. Ἡ νηστεία, στὴν ὀρθόδοξη παράδοση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ μέτρο καὶ εἶναι πάντοτε προσαρμοσμένη στὴν ἀντοχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Στόχος τῆς νηστείας εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν καὶ ὄχι βέβαια ἡ καταστροφὴ τοῦ σώματος. Ἠ ἀποφυγὴ συγκεκριμένων τροφῶν, καθὼς καὶ ἡ ἐλάττωση τῶν λεγομένων νηστισίμων τροφῶν δὲν γίνεται ὡς αὐτοσκοπός, γιατὶ τάχα αὐτὲς εἶναι πρᾶγμα ἀκάθαρτο ἢ ἐφάμαρτο. Δὲν γίνεται ἐπίσης οὔτε καὶ ὡς διατροφικὴ ἀλλαγή, πρᾶγμα ποὺ καὶ αὐτὸ ἀφίσταται τοῦ σκοποῦ τῆς ἀληθινῆς νηστείας. Δὲν ὑπάρχουν ἀκάθαρτες τροφές, οἱ ὁποῖες νὰ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ τροφὲς ὡς δημιούργημα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οὔτε πρᾶγμα κακὸ οὔτε κάτι τὸ ἐφάμαρτο. Ὁ σκοπὸς τῆς τροφῆς εἶναι ἁπλὸς καὶ ξεκάθαρος καὶ ἀφορᾶ στὴ σύσταση τοῦ σώματος. Ἡ ἀποφυγὴ τῆς τροφῆς λοιπόν, διὰ τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐγκράτειας, στοχεύει στὸ νὰ περιορίσει καὶ νὰ ἐξασθενίσει τὰ πάθη. Αὐτό, ὅμως, προϋποθέτει τὴν ὀρθὴ χρήση τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐγκράτειας, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται ξέχωρα ἀπὸ τὴν κατὰ Χριστὸ ζωή.

Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ νη­στεί­α πρέ­πει νὰ εἶ­ναι συ­νε­ζευγ­μέ­νη μὲ τὴν πε­ρι­ε­κτι­κὴ ἀ­ρε­τὴ τῆς ἀ­γά­πης, κα­θὼς ἐ­πί­σης τὴν πί­στη καὶ τὴν ἐλ­πί­δα στὸν Θε­ό. Ἔ­τσι ἡ τα­πεί­νω­ση τοῦ σώ­μα­τος καὶ ἡ ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση τῶν ὁρ­μῶν του, ποὺ προ­κα­λοῦν­ται ἀ­πὸ τὴ νη­στεί­α, συ­νυ­φαί­νον­ται μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νή, τὴν ἀ­νο­χή, τὴν πρα­ό­τη­τα, τὴ μα­κρο­θυ­μί­α καὶ τὴ δι­και­ο­σύ­νη στὶς σχέ­σεις μας μὲ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Πρέ­πει ταυ­τό­χρο­να νὰ ἐ­πι­δει­κνύ­ου­με τα­πεί­νω­ση καὶ νὰ μὴν ὑπε­ρη­φα­νευ­ό­μα­στε γιὰ τὸ ὅ­τι νη­στεύ­ου­με, ἐ­νῷ κάποιοι ἄλ­λοι δὲν νη­στεύ­ουν οὔ­τε νὰ νο­μί­ζου­με πῶς ἐ­πει­δὴ νη­στεύ­ου­με εἴ­μα­στε οἱ κα­λοὶ Χρι­στια­νοί, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς χρω­στᾶ τὸν πα­ρά­δει­σο καὶ ὅ­λοι οἱ ὑ­πό­λοι­ποι θὰ πᾶ­νε στὴν κό­λα­ση. Ὅ­ταν ἡ νη­στεί­α ἀ­πο­μο­νω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ πλαί­σι­ο τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τη­ρεῖ­ται ἁ­πλὰ ὡς ἀ­πο­φυ­γὴ λί­γων ἢ πολ­λῶν τρο­φῶν, τό­τε ἐλ­λο­χεύ­ει ὁ κίν­δυ­νος τοῦ ἑ­ω­σφο­ρι­κοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καὶ τῆς οἴ­η­σης γιὰ τὴν ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα αὐ­τοῦ ποὺ νη­στεύ­ει σὲ σχέ­ση μὲ αὐ­τοὺς ποὺ δὲν νη­στεύ­ουν. Σὲ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση, ὅμως, ὁ ἄν­θρω­πος δὲν νη­στεύ­ει ὀρ­θό­δο­ξα καὶ οὔ­τε ἑλ­κύ­ει τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ.

Ἂς μὴν ξε­χνᾶ­με τὸ ἀλ­λη­λέν­δε­το τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ, ὅ­που κα­μί­α ἐν­το­λὴ δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ τη­ρη­θεῖ ξέ­χω­ρα ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ προ­τι­μηθεῖ ἔ­ναν­τι κά­ποιων ἄλ­λων. Τοῦ­το λέ­γε­ται δι­ό­τι πράγ­μα­τι πα­ρα­τη­ρεῖ­ται τὸ φαι­νό­με­νο νὰ νη­στεύ­ει κά­ποιος καὶ νὰ πε­ρι­χα­ρα­κώ­νε­ται στὸν ἑ­αυ­τό του, θε­ω­ρῶν­τας μά­λι­στα ὅ­τι κά­νει με­γά­λα κα­τορ­θώ­μα­τα καὶ ἀ­γνο­ῶν­τας ἐ­γω­ι­στι­κὰ τοὺς ἄλ­λους. Ἡ ἄ­γνοι­α ποὺ ὑ­πάρ­χει σὲ πολ­λοὺς ἀν­θρώ­πους εἶ­ναι τέ­τοιου βαθ­μοῦ ποὺ ὅ­σοι ζοῦν κατ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο νο­μί­ζουν ὅ­τι ἐ­πι­τε­λοῦν καὶ θε­ά­ρε­στο ἔρ­γο. Ὁ νό­μος τοῦ Θε­οῦ ὅ­μως τη­ρεῖ­ται ὅ­ταν προ­σεγ­γί­ζε­ται ἀ­γα­πη­τι­κὰ ὁ Θε­ὸς καὶ ὁ συ­νάν­θρω­πος καὶ ὄ­χι ὅ­ταν ἁ­πλῶς ἀ­πο­μο­νώ­νε­ται μί­α ἐν­το­λή, ἡ ὁ­ποί­α μά­λι­στα κα­τα­νο­εῖ­ται μὲ λει­ψὸ τρό­πο. Ἡ νη­στεί­α ἀ­πὸ μό­νη της δὲν πά­ει κα­νέ­ναν στὸν Πα­ρά­δει­σο. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει μὲ πολὺ χαρακτηριστικὸ τρόπο ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦλος: «τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν˙ ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει... βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ˙ οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα».

Στὸ κά­τω κά­τω ὅ­ταν τὸ θέ­μα τῆς νη­στεί­ας θε­ω­ρεῖ­ται ξέ­χω­ρα ἀ­πὸ τὸ κα­τὰ Χρι­στὸν ἦ­θος καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἄ­σκη­ση τό­τε ἀ­φε­νὸς ὑ­βρί­ζε­ται ὁ δη­μι­ουρ­γὸς Θε­ός, δι­ό­τι ἀ­πορ­ρί­πτε­ται τμῆ­μα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας του, δη­λα­δὴ οἱ τρο­φές, θε­ω­ρού­με­νες ὡς πρᾶγ­μα κα­κό, καὶ ἀ­φε­τέ­ρου πα­ρα­πέμ­πει στὶς δι­ά­φο­ρες ἀ­να­το­λι­κὲς θρη­σκεῖ­ες, τὸν Ἰνδουϊσμὸ καὶ τὸν Βουδισμό. Σὲ αὐ­τές, ἐ­πι­κρα­τεῖ μὲν ἡ νη­στεί­α, ὅ­μως, ἡ ἀ­πο­φυ­γὴ τῶν τρο­φῶν δὲν ἔ­χει ὡς ἐ­πι­δί­ω­ξη τὴν ἐν Χρι­στῷ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή, ἀλ­λὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ ἄλ­λου εἴ­δους κο­σμο­θε­ω­ρί­α.

Συνεπῶς, ἡ νη­στεί­α δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ κά­ποιο ἔ­θι­μο ποὺ τη­ροῦ­με ἐ­ξαι­τί­ας τῆς πε­ρι­ό­δου τῆς τεσ­σα­ρα­κο­στῆς οὔ­τε εἶ­ναι δι­α­τρο­φι­κὴ ἀλ­λα­γή, ἡ ὁ­ποί­α δι­α­τη­ρεῖ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώ­μα­τος οὔ­τε πά­λι ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­το­σκο­πὸ ἄ­νευ οὐ­σί­ας καὶ νο­ή­μα­τος. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν ἀ­πο­φεύ­γου­με κά­ποιες τρο­φὲς δι­ό­τι εἶ­ναι μο­λυ­σμέ­νες ἢ ἀ­κα­τάλ­λη­λες γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή. Νη­στεύ­ου­με γιὰ νὰ τα­πει­νώ­σου­με τὶς σαρ­κι­κές μας ὁρ­μές, ὥ­στε ἡ πνευ­μα­τι­κή μας πο­ρεί­α πρὸς τὸν Χρι­στὸ νὰ κα­τα­στεῖ πι­ὸ εὔ­κο­λη. Ἡ σω­τη­ρί­α καὶ ὁ Πα­ρά­δει­σος εἶ­ναι ἔρ­γο τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Βο­η­θά­ει ὅ­μως ἡ νη­στεί­α στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἄ­σκη­ση, ἀ­φε­νὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῶν πα­θῶν καὶ κατ’ ἐ­πέ­κτα­ση στὴν μὴ προ­σκόλ­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὸν κό­σμο καὶ ἀ­φε­τέ­ρου στὴν εὐ­χε­ρέ­στε­ρη τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Πάν­το­τε, ὅ­μως, ὅ­ταν συ­νυ­φαί­νε­ται μὲ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴν ἐν γένει πνευματικὴ ζωή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου