ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(Μρ. 9, 17 – 31)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα κάνει λόγο γιὰ τὴ νηστεία. Ἡ νηστεία, στὴν ὀρθόδοξη παράδοση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ μέτρο καὶ εἶναι πάντοτε προσαρμοσμένη στὴν ἀντοχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Στόχος τῆς νηστείας εἶναι ἡ καταπολέμηση τῶν παθῶν καὶ ὄχι βέβαια ἡ καταστροφὴ τοῦ σώματος. Ἠ ἀποφυγὴ συγκεκριμένων τροφῶν, καθὼς καὶ ἡ ἐλάττωση τῶν λεγομένων νηστισίμων τροφῶν δὲν γίνεται ὡς αὐτοσκοπός, γιατὶ τάχα αὐτὲς εἶναι πρᾶγμα ἀκάθαρτο ἢ ἐφάμαρτο. Δὲν γίνεται ἐπίσης οὔτε καὶ ὡς διατροφικὴ ἀλλαγή, πρᾶγμα ποὺ καὶ αὐτὸ ἀφίσταται τοῦ σκοποῦ τῆς ἀληθινῆς νηστείας. Δὲν ὑπάρχουν ἀκάθαρτες τροφές, οἱ ὁποῖες νὰ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ τροφὲς ὡς δημιούργημα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οὔτε πρᾶγμα κακὸ οὔτε κάτι τὸ ἐφάμαρτο. Ὁ σκοπὸς τῆς τροφῆς εἶναι ἁπλὸς καὶ ξεκάθαρος καὶ ἀφορᾶ στὴ σύσταση τοῦ σώματος. Ἡ ἀποφυγὴ τῆς τροφῆς λοιπόν, διὰ τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐγκράτειας, στοχεύει στὸ νὰ περιορίσει καὶ νὰ ἐξασθενίσει τὰ πάθη. Αὐτό, ὅμως, προϋποθέτει τὴν ὀρθὴ χρήση τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐγκράτειας, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται ξέχωρα ἀπὸ τὴν κατὰ Χριστὸ ζωή.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ νηστεία πρέπει νὰ εἶναι συνεζευγμένη μὲ τὴν περιεκτικὴ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, καθὼς ἐπίσης τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ἔτσι ἡ ταπείνωση τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀποδυνάμωση τῶν ὁρμῶν του, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὴ νηστεία, συνυφαίνονται μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν ἀνοχή, τὴν πραότητα, τὴ μακροθυμία καὶ τὴ δικαιοσύνη στὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Πρέπει ταυτόχρονα νὰ ἐπιδεικνύουμε ταπείνωση καὶ νὰ μὴν ὑπερηφανευόμαστε γιὰ τὸ ὅτι νηστεύουμε, ἐνῷ κάποιοι ἄλλοι δὲν νηστεύουν οὔτε νὰ νομίζουμε πῶς ἐπειδὴ νηστεύουμε εἴμαστε οἱ καλοὶ Χριστιανοί, στοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς χρωστᾶ τὸν παράδεισο καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι θὰ πᾶνε στὴν κόλαση. Ὅταν ἡ νηστεία ἀπομονωθεῖ ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τηρεῖται ἁπλὰ ὡς ἀποφυγὴ λίγων ἢ πολλῶν τροφῶν, τότε ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τοῦ ἑωσφορικοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς οἴησης γιὰ τὴν ἀνωτερότητα αὐτοῦ ποὺ νηστεύει σὲ σχέση μὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν νηστεύουν. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δὲν νηστεύει ὀρθόδοξα καὶ οὔτε ἑλκύει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὸ ἀλληλένδετο τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπου καμία ἐντολὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τηρηθεῖ ξέχωρα ἀπὸ τὶς ἄλλες καὶ πολὺ περισσότερο νὰ προτιμηθεῖ ἔναντι κάποιων ἄλλων. Τοῦτο λέγεται διότι πράγματι παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ νηστεύει κάποιος καὶ νὰ περιχαρακώνεται στὸν ἑαυτό του, θεωρῶντας μάλιστα ὅτι κάνει μεγάλα κατορθώματα καὶ ἀγνοῶντας ἐγωιστικὰ τοὺς ἄλλους. Ἡ ἄγνοια ποὺ ὑπάρχει σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους εἶναι τέτοιου βαθμοῦ ποὺ ὅσοι ζοῦν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νομίζουν ὅτι ἐπιτελοῦν καὶ θεάρεστο ἔργο. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ὅμως τηρεῖται ὅταν προσεγγίζεται ἀγαπητικὰ ὁ Θεὸς καὶ ὁ συνάνθρωπος καὶ ὄχι ὅταν ἁπλῶς ἀπομονώνεται μία ἐντολή, ἡ ὁποία μάλιστα κατανοεῖται μὲ λειψὸ τρόπο. Ἡ νηστεία ἀπὸ μόνη της δὲν πάει κανέναν στὸν Παράδεισο. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει μὲ πολὺ χαρακτηριστικὸ τρόπο ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν˙ ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει... βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ˙ οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα».
Στὸ κάτω κάτω ὅταν τὸ θέμα τῆς νηστείας θεωρεῖται ξέχωρα ἀπὸ τὸ κατὰ Χριστὸν ἦθος καὶ τὴν πνευματικὴ ἄσκηση τότε ἀφενὸς ὑβρίζεται ὁ δημιουργὸς Θεός, διότι ἀπορρίπτεται τμῆμα τῆς δημιουργίας του, δηλαδὴ οἱ τροφές, θεωρούμενες ὡς πρᾶγμα κακό, καὶ ἀφετέρου παραπέμπει στὶς διάφορες ἀνατολικὲς θρησκεῖες, τὸν Ἰνδουϊσμὸ καὶ τὸν Βουδισμό. Σὲ αὐτές, ἐπικρατεῖ μὲν ἡ νηστεία, ὅμως, ἡ ἀποφυγὴ τῶν τροφῶν δὲν ἔχει ὡς ἐπιδίωξη τὴν ἐν Χριστῷ πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἄλλου εἴδους κοσμοθεωρία.
Συνεπῶς, ἡ νηστεία δὲν ἀποτελεῖ κάποιο ἔθιμο ποὺ τηροῦμε ἐξαιτίας τῆς περιόδου τῆς τεσσαρακοστῆς οὔτε εἶναι διατροφικὴ ἀλλαγή, ἡ ὁποία διατηρεῖ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος οὔτε πάλι ἀποτελεῖ αὐτοσκοπὸ ἄνευ οὐσίας καὶ νοήματος. Πολὺ περισσότερο δὲν ἀποφεύγουμε κάποιες τροφὲς διότι εἶναι μολυσμένες ἢ ἀκατάλληλες γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Νηστεύουμε γιὰ νὰ ταπεινώσουμε τὶς σαρκικές μας ὁρμές, ὥστε ἡ πνευματική μας πορεία πρὸς τὸν Χριστὸ νὰ καταστεῖ πιὸ εὔκολη. Ἡ σωτηρία καὶ ὁ Παράδεισος εἶναι ἔργο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Βοηθάει ὅμως ἡ νηστεία στὴν πνευματικὴ ἄσκηση, ἀφενὸς μέσα ἀπὸ τὸν περιορισμὸ τῶν παθῶν καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν μὴ προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο καὶ ἀφετέρου στὴν εὐχερέστερη τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Πάντοτε, ὅμως, ὅταν συνυφαίνεται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐν γένει πνευματικὴ ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου