ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
Απόστολος: Β΄ Κορ. δ΄ 6-10
Ευαγγέλιο: Λουκ. ζ΄ 1-11
28 Σεπτεμβρίου 2014
«Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε»
Ο Πέτρος, αγαπητοί αδελφοί, επρόκειτο ύστερα από λίγο να ενωθεί με τον Χριστό για πάντα. Η καρδιά του είχε ήδη πιαστεί στο αγκίστρι της Χάριτος. Κι όμως, τα πρώτα λόγια που ανεβαίνουν στα χείλη του, είναι λόγια αποπομπής και απωθήσεως.
Καταλαβαίνοντας μονομιάς, από το ξαφνικό, θαυμαστό γέμισμα των διχτύων, ποιος πραγματικά ήταν ο επιβάτης εκείνος της ψαρόβαρκάς του, ο Σίμων Πέτρος νοιώθει την ανάγκη να τον παρακαλέσει να βγει απ’ αυτή. Το πρώτο που αντιλαμβάνεται όποιος έλθει σε επαφή με τον Θεό, είναι η ίδια του η αναξιότητα και αμαρτωλότητα. Κι ενώ φαίνεται ότι ο ποθητότατος Ιησούς πρέπει να αγκαλιαστεί αμέσως, η καρδιά που τον ανακαλύπτει και τον αγαπά, τον σπρώχνει στην αρχή μακρυά.
Τα μισοσάπια σανίδια, όπου πατά ο Ιησούς, είναι τόπος ανάξιος για να τον υποβαστάζουν. Ανήκουν στον Πέτρο και μοιάζουν, στα μάτια του φτωχού ψαρά, τόσο πολύ με την ψυχή το. «Έξελθε απ’ εμού, Κύριε, - του λέγει – ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί». Η ίδια αιτία, που κάνει τον Ιησού να βρίσκεται εκεί, η ίδια κάνει τον Κηφά να λέγει στον Ιησού να φύγει. Ο Υιός του Θεού βρίσκεται εκεί ακριβώς γιατί ο Πέτρος είναι αμαρτωλός. Γιατί είχε έλθει στον κόσμο; Για να ζητήσει και να σώσει το απολωλός. Αλλά και ο Πέτρος, ακριβώς επειδή νοιώθει τον εαυτό του αμαρτωλό, αποδιώχνει τον Άγιο και Αναμάρτητο.
Τι παράδοξη, αλλά και τι δικαιολογημένη, αγαπητοί αδελφοί, αυτή η στάση του Πέτρου! Όποιος αληθινά μετανοεί και αναγεννάται, δεν βιάζεται να ανοίξει οικειότητα με τον Χριστό. Στέκεται μακριά, όπως στάθηκε μακριά και ο τελώνης της παραβολής, στην παράμερη γωνιά του φόβου, της συντριβής, της προετοιμασίας, των δακρύων, των αναστεναγμών. Δεν προχωρεί, δεν κάνει βήματα αλόγιστα και επιπόλαια. Υποχωρεί και συμμαζώνεται. Βρίσκεται στην αρχή της σοφίας – της αληθινής γνώσεως του Θεού – και η αρχή αυτή δεν κυριαρχείται από άλλο αίσθημα παρά από τον φόβο του Κυρίου και την ταπείνωση.
Στα θεμέλια της αναγεννήσεως, που ανοίγει η μετάνοια, συναντάς τον φόβο του Θεού και την ταπείνωση, που φαίνονται σαν να απωθούν τον Χριστό. Αλλά το δικό τους «έξελθε» είναι στη γλώσσα του Πνεύματος, στη γλώσσα που εννοεί ο Θεός, το γνήσιο «ελθέ».
Υπάρχει, αγαπητοί αδελφοί, ένα σύστημα κανόνων καλής συμπεριφοράς στις σχέσεις μας με τον Θεό. Συμπεριφοράς όχι επιφανειακής, αλλά εσωτερικής. Δεν είναι σωστό ούτε φυσικό, σ’ όποιον αληθινά μετανοεί, να πει στον Θεό «έλα», «μείνε κοντά μου», όταν έλθει. Πριν απ’ αυτό, έχει τη θέση του το «έξελθε απ’ εμού», που είπε ο Σίμων Πέτρος.
Ποιος είμαι εγώ που επισκέπτεσαι, Κύριε; Είμαι ένα τίποτε και μάλιστα ένα δυσώδες και βεβορβορωμένο τίποτε. Πώς να σε κρατήσω, να σε φιλοξενήσω, να συνοικήσω μ’ εσένα, χωρίς προηγουμένως να πλυθώ καλά με τα δάκρυα μου; Έρχεσαι ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό, για να με κάμεις καθαρό. Αλλά εφόσον δεν είμαι ακόμη, πώς να σε υποδεχτώ, τον Πανάγιο και Άμωμο; Δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη της ψυχής μου. Δος μου μονάχα τον φόβο σου, την ταπείνωση και την πολύ μετάνοια, ώσπου να αποκτήσω μ’ αυτά το ένδυμα γάμου, τον λευκό χιτώνα της ανανήψεως. Κι έτσι, τότε, θα είναι φυσικό να βρίσκομαι κοντά σου, να είμαι οικείος σου.
Δεν εισάκουσε ο Ιησούς την παράκληση του Πέτρου. Δεν βγήκε από το πλοίο, αλλά έμεινε και συνήψε εκεί τον αρραβώνα αυτής της ψυχής μαζί του. Την κάλεσε, μάλιστα, πολύ ψηλά. Κάλεσε τον Πέτρο για απόστολο του. Και συγχρόνως, τίμησε με ανάλογο τρόπο και τον τόπο που ιδιοκτήτης του ήταν ο Πέτρος. Μετέβαλε το σαθρό καΐκι σε άμβωνα και καθισμένος στην κουπαστή του μίλησε στον όχλο, που βρισκόταν στην ακρογιαλιά.
Με το να του πεις το ταπεινό και συντετριμμένο «έξελθε απ’ εμού», δεν σημαίνει ότι μπορείς να ανακόψεις τη φόρα του Χριστού προς εσένα, να αναχαιτίσεις την είσοδο του στην ψυχή σου. Ίσα – ίσα, αυτή η παράκληση είναι η καλύτερη πρόσκληση, που τον κάνει να μπει και να μείνει για πάντα. Αυτά τα λόγια – αυτή τη συναίσθηση που εκφράζουν – περιμένει, για να μας αναγνωρίσει δικούς του και να μας γεμίσει με τα υπερφυή δώρα της Χάριτός του.
Όπως συμπεριφέρθηκε στον Πέτρο, συμπεριφέρεται και στον καθένα μας. Αν μιμηθούμε τον φτωχό εκείνο ψαρά της Καπερναούμ, που έγινε ο κορυφαίος των μαθητών του.
Ας ακούσουμε, λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, το σάλπισμα που μας απευθύνεται από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Είναι ένα σάλπισμα όχι προελάσεως, αλλά υποχωρήσεως. Ας ξαναρχίσουμε τον χριστιανικό μας βίο από την αρχή, που ίσως δεν την κάναμε καλά. Ας μάθουμε να στεκόμαστε μακριά από τον Θεό, για να μπορέσουμε έτσι αληθινά να βρεθούμε κοντά του. Δηλαδή, ας συναισθανθούμε βαθιά την αναξιότητα μας και την ενοχή μας κι ας περάσουμε στην αγάπη του Θεού μέσα από τη μοναδική θύρα που βγάζει εκεί: μέσα από τον φόβο του Κυρίου.
Γιώργος Σαββίδης
Απόστολος: Β΄ Κορ. δ΄ 6-10
Ευαγγέλιο: Λουκ. ζ΄ 1-11
28 Σεπτεμβρίου 2014
«Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε»
Ο Πέτρος, αγαπητοί αδελφοί, επρόκειτο ύστερα από λίγο να ενωθεί με τον Χριστό για πάντα. Η καρδιά του είχε ήδη πιαστεί στο αγκίστρι της Χάριτος. Κι όμως, τα πρώτα λόγια που ανεβαίνουν στα χείλη του, είναι λόγια αποπομπής και απωθήσεως.
Καταλαβαίνοντας μονομιάς, από το ξαφνικό, θαυμαστό γέμισμα των διχτύων, ποιος πραγματικά ήταν ο επιβάτης εκείνος της ψαρόβαρκάς του, ο Σίμων Πέτρος νοιώθει την ανάγκη να τον παρακαλέσει να βγει απ’ αυτή. Το πρώτο που αντιλαμβάνεται όποιος έλθει σε επαφή με τον Θεό, είναι η ίδια του η αναξιότητα και αμαρτωλότητα. Κι ενώ φαίνεται ότι ο ποθητότατος Ιησούς πρέπει να αγκαλιαστεί αμέσως, η καρδιά που τον ανακαλύπτει και τον αγαπά, τον σπρώχνει στην αρχή μακρυά.
Τα μισοσάπια σανίδια, όπου πατά ο Ιησούς, είναι τόπος ανάξιος για να τον υποβαστάζουν. Ανήκουν στον Πέτρο και μοιάζουν, στα μάτια του φτωχού ψαρά, τόσο πολύ με την ψυχή το. «Έξελθε απ’ εμού, Κύριε, - του λέγει – ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί». Η ίδια αιτία, που κάνει τον Ιησού να βρίσκεται εκεί, η ίδια κάνει τον Κηφά να λέγει στον Ιησού να φύγει. Ο Υιός του Θεού βρίσκεται εκεί ακριβώς γιατί ο Πέτρος είναι αμαρτωλός. Γιατί είχε έλθει στον κόσμο; Για να ζητήσει και να σώσει το απολωλός. Αλλά και ο Πέτρος, ακριβώς επειδή νοιώθει τον εαυτό του αμαρτωλό, αποδιώχνει τον Άγιο και Αναμάρτητο.
Τι παράδοξη, αλλά και τι δικαιολογημένη, αγαπητοί αδελφοί, αυτή η στάση του Πέτρου! Όποιος αληθινά μετανοεί και αναγεννάται, δεν βιάζεται να ανοίξει οικειότητα με τον Χριστό. Στέκεται μακριά, όπως στάθηκε μακριά και ο τελώνης της παραβολής, στην παράμερη γωνιά του φόβου, της συντριβής, της προετοιμασίας, των δακρύων, των αναστεναγμών. Δεν προχωρεί, δεν κάνει βήματα αλόγιστα και επιπόλαια. Υποχωρεί και συμμαζώνεται. Βρίσκεται στην αρχή της σοφίας – της αληθινής γνώσεως του Θεού – και η αρχή αυτή δεν κυριαρχείται από άλλο αίσθημα παρά από τον φόβο του Κυρίου και την ταπείνωση.
Στα θεμέλια της αναγεννήσεως, που ανοίγει η μετάνοια, συναντάς τον φόβο του Θεού και την ταπείνωση, που φαίνονται σαν να απωθούν τον Χριστό. Αλλά το δικό τους «έξελθε» είναι στη γλώσσα του Πνεύματος, στη γλώσσα που εννοεί ο Θεός, το γνήσιο «ελθέ».
Υπάρχει, αγαπητοί αδελφοί, ένα σύστημα κανόνων καλής συμπεριφοράς στις σχέσεις μας με τον Θεό. Συμπεριφοράς όχι επιφανειακής, αλλά εσωτερικής. Δεν είναι σωστό ούτε φυσικό, σ’ όποιον αληθινά μετανοεί, να πει στον Θεό «έλα», «μείνε κοντά μου», όταν έλθει. Πριν απ’ αυτό, έχει τη θέση του το «έξελθε απ’ εμού», που είπε ο Σίμων Πέτρος.
Ποιος είμαι εγώ που επισκέπτεσαι, Κύριε; Είμαι ένα τίποτε και μάλιστα ένα δυσώδες και βεβορβορωμένο τίποτε. Πώς να σε κρατήσω, να σε φιλοξενήσω, να συνοικήσω μ’ εσένα, χωρίς προηγουμένως να πλυθώ καλά με τα δάκρυα μου; Έρχεσαι ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό, για να με κάμεις καθαρό. Αλλά εφόσον δεν είμαι ακόμη, πώς να σε υποδεχτώ, τον Πανάγιο και Άμωμο; Δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη της ψυχής μου. Δος μου μονάχα τον φόβο σου, την ταπείνωση και την πολύ μετάνοια, ώσπου να αποκτήσω μ’ αυτά το ένδυμα γάμου, τον λευκό χιτώνα της ανανήψεως. Κι έτσι, τότε, θα είναι φυσικό να βρίσκομαι κοντά σου, να είμαι οικείος σου.
Δεν εισάκουσε ο Ιησούς την παράκληση του Πέτρου. Δεν βγήκε από το πλοίο, αλλά έμεινε και συνήψε εκεί τον αρραβώνα αυτής της ψυχής μαζί του. Την κάλεσε, μάλιστα, πολύ ψηλά. Κάλεσε τον Πέτρο για απόστολο του. Και συγχρόνως, τίμησε με ανάλογο τρόπο και τον τόπο που ιδιοκτήτης του ήταν ο Πέτρος. Μετέβαλε το σαθρό καΐκι σε άμβωνα και καθισμένος στην κουπαστή του μίλησε στον όχλο, που βρισκόταν στην ακρογιαλιά.
Με το να του πεις το ταπεινό και συντετριμμένο «έξελθε απ’ εμού», δεν σημαίνει ότι μπορείς να ανακόψεις τη φόρα του Χριστού προς εσένα, να αναχαιτίσεις την είσοδο του στην ψυχή σου. Ίσα – ίσα, αυτή η παράκληση είναι η καλύτερη πρόσκληση, που τον κάνει να μπει και να μείνει για πάντα. Αυτά τα λόγια – αυτή τη συναίσθηση που εκφράζουν – περιμένει, για να μας αναγνωρίσει δικούς του και να μας γεμίσει με τα υπερφυή δώρα της Χάριτός του.
Όπως συμπεριφέρθηκε στον Πέτρο, συμπεριφέρεται και στον καθένα μας. Αν μιμηθούμε τον φτωχό εκείνο ψαρά της Καπερναούμ, που έγινε ο κορυφαίος των μαθητών του.
Ας ακούσουμε, λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, το σάλπισμα που μας απευθύνεται από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Είναι ένα σάλπισμα όχι προελάσεως, αλλά υποχωρήσεως. Ας ξαναρχίσουμε τον χριστιανικό μας βίο από την αρχή, που ίσως δεν την κάναμε καλά. Ας μάθουμε να στεκόμαστε μακριά από τον Θεό, για να μπορέσουμε έτσι αληθινά να βρεθούμε κοντά του. Δηλαδή, ας συναισθανθούμε βαθιά την αναξιότητα μας και την ενοχή μας κι ας περάσουμε στην αγάπη του Θεού μέσα από τη μοναδική θύρα που βγάζει εκεί: μέσα από τον φόβο του Κυρίου.
Γιώργος Σαββίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου