Ο Τίμιος Σταυρός
Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου
κ.κ. Γεωργίου
Ὡς σχῆμα καί ὡς σῆμα, ὁ σταυρός εἶναι τό πιό γνωστό καί τό πιό συχνοχρησιμοποιούμενο ἀντικείμενο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅπου καί νά σταθεῖς δέν θά δεῖς πουθενά Χριστιανικό μνημεῖο πού νά μήν εἶναι σφραγισμένο μέ σταυρό. Σπάνια βλέπεις ἀνθρώπινα στήθη χωρίς σταυρό. Πιό δύσκολα βρίσκεις σπίτια στά ὁποῖα νά μή βρίσκεται ὡς φύλαξ κραταιός ἕνας σταυρός.
Τοῦτον τόν Τίμιο Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ὑψώνει καί ἡ Ἐκκλησία σήμερα καλώντας μας πρός προσκύνησή του. Ἡ θέα του γίνεται αἰτία χαρᾶς γιά τούς Χριστιανούς, ἐλπίδα γιά τούς σταυρωμένους ὅλου του κόσμου, δύναμη γιά τούς πιστούς. Ἀντλοῦμε ἀπ’ αὐτόν δύναμη καί χάρη στόν δύσκολο δρόμο τῆς ἐπίγειας πορείας μας. Ἀναπολοῦμε τήν ὑπέρτατη θυσία πού συντελέστηκε σ’ αὐτόν καί κατανοοῦμε «πόσον ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον». Φέρουμε στόν νοῦ μας τό συγκεκριμένο ἱστορικό γεγονός, πού χρησιμοποιήθηκε σάν πυρήνας γιά τή θέσπιση τῆς σημερινῆς γιορτῆς, καί συνάγουμε τά ἀναγκαῖα συμπεράσματα.
Τό ἱστορικό αὐτό γεγονός εἶναι ἡ ἀνάκτηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τούς Πέρσες, πού ἔγινε ἀπό τόν Ἡράκλειο τόν 7ον αἰώνα, ὕστερα ἀπό μία μεγαλειώδη, ἐπιτυχῆ ἐκστρατεία ἐναντίον τους. Ἔρχεται ἔτσι ἡ γιορτή νά τονίσει ὅτι ὁ σταυρός εἶναι «ὅπλον ἀήττητον» πού χαρίζει στούς εὐσεβεῖς βασιλεῖς «ἐν πολέμοις νίκας». Δίνει μ’ αὐτόν τόν τρόπο τό μήνυμα καί σ’ ἐμᾶς πού μᾶς κυκλώνουν ὁρατοί καί ἀόρατοι ἐχθροί πολλοί, μέ ποιόν τρόπο θά πρέπει νά μεθοδεύσουμε καί κάτω ἀπό ποιά λάβαρα θά πρέπει νά θέσουμε τόν ἀγώνα μας. Ἀξίζει λοιπόν, μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς γιορτῆς νά δοῦμε μερικές λεπτομέρειες γύρω ἀπό τό ἱερό σύμβολο τοῦ σταυροῦ.
Ἄν θέλαμε νά δείξουμε ἕνα ἀντικείμενο πού νά ἐκφράζει ὅλη τήν ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτίας καί τή διαφθορά τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, θά ’πρεπε νά μεταβοῦμε νοερά σ’ ἕναν τόπο ὅπου οἱ ἀρχαῖοι ἐκτελοῦσαν τούς κατάδικούς τους καί νά δείξουμε ἕνα σταυρό. Ἀλλά καί ἄν θέλαμε νά δείξουμε ἕνα ἀντικείμενο πού σήμερα ἐκφράζει ἐντελῶς τά ἀντίθετα, δηλ. τήν ἄκρα ἁγιότητα καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη, δέν θά εἴχαμε νά δείξουμε τίποτε ἄλλο, παρά ἕνα σταυρό. Ὁ σταυρός εἶναι τό σύμβολο δύο ἀκριβῶς ἀντίθετων κόσμων καί ταυτόχρονα τό σύμβολο τῆς μεγαλύτερης μεταβολῆς πού ἔγινε στήν Ἱστορία.
Ὁ σταυρός, πρό Χριστοῦ, ἦταν τό ἀκριβότερο τίμημα τό ὁποῖο διέθετε ἡ ἁμαρτία γιά νά ἀμείβει τά θύματά της. Μετά τήν πτώση οἱ ἄνθρωποι ἀποχαλινώθηκαν καί ἐξώκειλαν σέ κάθε εἴδους ἁμαρτήματα καί ἐγκλήματα. Ἡ διατάραξη τῶν σχέσεων μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μέ τήν παράβαση τῶν πρωτοπλάστων, εἶχε σάν συνέπεια καί τή διατάραξη τῆς σχέσης τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Ἡ συμβίωση τῶν ἀνθρώπων διεταράσσετο ἀπό τά πάθη καί τήν ἐγκληματικότητα, τούς καρπούς τῆς παράβασης. Οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι, θέλοντας νά ἀναχαιτίσουν τά ἀχαλίνωτα πάθη τῶν κακοποιῶν καί νά ἐπιβάλουν κάποια τάξη, θέσπισαν νόμους καί ὅρισαν αὐστηρές ποινές. Ἐσχάτη ποινή ὁρίστηκε ὁ θάνατος. Γιά ὁρισμένα εἴδη ἐγκλημάτων, ὅμως, ἡ ἁπλή ποινή τοῦ θανάτου δέν θεωρήθηκε ἱκανοποιητική. Γι’ αὐτό ἐφεῦραν πολλά εἴδη θανάτωσης, τό ἕνα πιό ὀδυνηρό ἀπό τό ἄλλο. Τό ὀδυνηρότερο ἀπ’ ὅλα ἦταν ὁ σταυρός. Ὁ ἁπλός θάνατος δέν ἔφτανε οὔτε ὅλη τήν ἐγκληματικότητα τοῦ κακούργου νά καλύψει, οὔτε ὅλη τήν ἐκδικητικότητα τοῦ τιμωροῦ νά κορέσει. Ὁ σταυρικός, ὅμως, θάνατος ἔφτανε καί γιά τά δύο. Ἦταν, ἑπομένως, ὁ σταυρός ἔκφραση τῶν ἀνθρώπινων παθῶν στόν μέγιστο βαθμό.
Ἡ περιγραφή καί οἱ λεπτομέρειες τῆς σταύρωσης εἶναι ἀνατριχιαστικές. Τῆς σταυρώσεως προηγοῦντο ἄλλα μαρτύρια καί ἐξευτελισμοί. Ἡ χωρίς οἶκτο μαστίγωση, ἡ φραγγέλλωση, ἡ διαπόμπευση μέχρι τόν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, οἱ ἐμπτυσμοί, τά ραπίσματα, οἱ ὕβρεις τοῦ πλήθους καί τῶν δημίων. Ὁ τόπος τῆς σταύρωσης ἦταν συνήθως ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς πόλης, γιά νά μήν εἶναι τό μίασμα μέσα στήν πόλη, καί πλησίον μίας πύλης, γιά νά εἶναι ὁ σταυρούμενος ἐκτεθειμένος στήν κοινή θέα καί νά συμμετέχουν στήν ἐκδίκηση οἱ διερχόμενοι διαβάτες. Ὁ θάνατος ἐπί τοῦ σταυροῦ ἦταν βραδύς, οἱ δέ συγγενεῖς τοῦ σταυρουμένου δέν εἶχαν τό δικαίωμα νά παραλάβουν καί νά ἐνταφιάσουν τό σῶμα Του. Στήν κορυφή τοῦ σταυροῦ γίνονταν μάχες μεταξύ τῶν κοράκων, πού προσπαθοῦσαν νά ξεσκίσουν ζωντανούς, ἀκόμα, τούς σταυρωμένους.
Γι’ αὐτά ὅλα ἦταν φρικτή καί ἀποκρουστική ἡ ἀνάμνηση τοῦ σταυροῦ, ἡ θέα του καί ὁ λόγος γι’ αὐτόν. Ἡ φρίκη γιά τή στέρηση τῆς ζωῆς ἦταν μεγάλη. Ἡ ἀτίμωση γιά τόν τρόπο τῆς στέρησης ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη. Μία ἔνδειξη γιά τήν ἀτιμία τοῦ σταυροῦ στά μάτια τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, ἦταν καί τό ὅτι ὅταν ἤθελαν οἱ εἰδωλολάτρες νά ἐμπαίξουν τούς Χριστιανούς ὑπενθύμιζαν σ’ αὐτούς τόν σταυρό. Λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Ἕλληνες χλευάζουσι καί πλατύ γελῶσι καθ’ ἡμῶν, οὐδέν ἕτερον ἤ τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ προφέροντες… καί οὐχ ὁρῶσι τήν τούτου δύναμιν, πᾶσαν τήν οἰκουμένην πεπληρωκυῖαν».
Ὅμως, τό ἀποτρόπαιο αὐτό ἰκρίωμα ἔγινε τό προσφιλέστερο σύμβολο, τό ἱερότερο σκεῦος, τῆς λατρείας μας. Αὐτό τό θαῦμα, αὐτή ἡ μεταβολή ἔγινε ὅταν σ’ αὐτόν ἀναρτήθηκε ὄχι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, «ὁ βασιλεύς τῆς δόξης».
Ἔγινε, ἔτσι, ὁ σταυρός οὐράνιο θυσιαστήριο, πρωτότυπος καί πρωτοφανής βωμός. Καί ἀκριβῶς γι’ αὐτό τόν τιμοῦμε ἰδιαίτερα. Τόν προσκυνοῦμε καί τόν εὐλαβούμαστε, ὄχι γιά τήν ὕλη ἀπό τήν ὁποία εἶναι κατασκευασμένος, οὔτε ἁπλῶς γιά τό σχῆμα του, ἀλλά «διά τόν ἐν αὐτῷ προσπαγέντα σωτῆρα Χριστόν». Ὅταν δύο κομμάτια ξύλου δέν βρίσκονται σέ σχῆμα σταυροῦ, τά χρησιμοποιοῦμε ἀδιάφορα. Μποροῦμε νά τά πετάξουμε ἤ νά τά κάψουμε. Ὅταν, ὅμως, τά ἴδια κομμάτια τοῦ ξύλου εἶναι τοποθετημένα σέ σχῆμα σταυροῦ, τά προσκυνοῦμε γιατί τιμοῦμε τόν Χριστό πού ἀναρτήθηκε στόν σταυρό. Γιά τόν ἴδιο λόγο τό σύμβολο τοῦ σταυροῦ στά μαθηματικά δέν τιμᾶται γιατί εἶναι ἁπλῶς σύμβολο τοῦ ἀθροίσματος, σημειώνει τήν πράξη τῆς πρόσθεσης. Μά, στήν Ἐκκλησία τό τιμοῦμε γιατί «ἐν αὐτῷ εἰργάσατο τήν σωτηρίαν ὁ τῶν ἁπάντων βασιλεύς».
Δέν εἶναι πιά ὁ σταυρός μία ἁπλή ἀγχόνη, ἕνα ἁπλό ὄργανο καταδίκης. Ἡ κάθετη δοκός του γίνεται κεραία πού συλλαμβάνει τά μηνύματα τοῦ οὐρανοῦ καί τά μεταφέρει στή γῆ καί ἀγωγός πού ἑνώνει τόν Θεό μέ τούς ἀνθρώπους. Ἡ ὁριζόντια δοκός του ἀγκαλιάζει ὅλο τόν κόσμο, ἑνώνει «τά τό πρίν διεστῶτα» καί ὁδηγεῖ «εἰς μίαν ποίμνην ὑπό ἕνα ποιμένα».
Ὁ σταυρός εἶναι ἡ συμπλήρωση τῆς πρώτης κοσμογονίας. Εἶναι ἡ ἀναδημιουργία τῆς ἀνθρωπότητος. Τήν ἕκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος· τήν ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας – Παρασκευή – ἀνεπλάσθη διά τοῦ σταυροῦ ἡ ἀνθρωπότητα.
Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει τή μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ σ’ αὐτόν καταδέχεται νά πεθάνει, χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Σέ μίαν ἐποχή πού ἡ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια εἶχε καταρρακωθεῖ καί ἡ ἐκτίμηση γιά τούς ἀνθρώπους ἀναφερόταν στήν περιουσία τους, ἔρχεται ὁ Χριστός νά πεθάνει στόν σταυρό ὑπέρ δικαίων καί ἀδίκων, δούλων καί ἐλεύθερων.
Ὁ σταυρός ἀπαλείφει ἁμαρτίες καί χαρίζει πταίσματα. Οἱ θυσίες ταύρων καί μόσχων ἦταν προτύπωση τῆς θυσίας τοῦ σταυροῦ καί τοῦ καθαρισμοῦ πού θά γινόταν μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ· αὐτό ὑπαινίσσεται καί ἡ ἀποστολική περικοπή πού ἀκούσαμε.
Ὁ σταυρός ἁγιάζει σήμερα ὅλο τόν κόσμο. «Ὁ τετραπέρατος κόσμος ἁγιάζεται τοῦ τετραμεροῦς ὑψουμένου σου σταυροῦ» ψάλλουμε στόν Χριστό. Τά ἱερά κείμενα μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ὁ Χριστός «ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν». Αὐτό γιά τούς Ἑβραίους ἦταν θέμα ἐκδίκησης (Τό μιάσμα ἔξω ἀπό τήν πόλη). Γιά μᾶς ἐνέχει πολύτιμο συμβολισμό. Σταυρώθηκε ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ γιατί ἡ σωτηρία δέν ἦταν μόνο γιά τούς Ἑβραίους, ἀλλά γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔπαθε στό ὕπαιθρον γιά ν’ ἁγιάσει τούς αἰθέρες. Δέν εἶναι πιά ἡ κτίση γεμάτη ἀπό καπνούς καί ὀσμές τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Σ’ ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς προσφέρεται τώρα ἡ ἀναίμακτη θυσία, προϊόν τῆς θυσίας τοῦ σταυροῦ.
Ἔτσι δέν εἶναι πλέον ὀδύνη, πόνος, μαρτύριον, ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου. Εἶναι κυρίως δόξα, λύτρωση, σωτηρία, ἀνάσταση. Ὁ σταυρός οὐδέποτε θεωρεῖται μεμονωμένα ἀλλά πάντα σέ συνδυασμό μέ τή χαρά καί τόν θρίαμβο τῆς ἀνάστασης.
Γιά νά κατανοήσουμε τή μεταβολή αὐτή καί ὅλο τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ, πρέπει νά διεισδύσουμε στό βαθύτερο θεολογικό νόημά του. Ὁ σταυρός ὅπως ἦταν μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ἐξέφραζε πιστά τήν πνευματική κατάσταση τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ὅλοι, ὡς ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἦσαν ἄξιοι σταυροῦ. Ὄχι μόνον οἱ εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ βρίσκονταν κάτω ἀπό φοβερή ἐνοχή. Καί αὐτός ὁ Μωσαϊκός νόμος ἦταν ἀνεφάρμοστος στήν πληρότητά του, ἀκόμα καί ἀπό τόν ἁγιότερο ἄνθρωπο. Ἡ φύση τοῦ νόμου ἦταν τέτοια ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τόν τηρήσει ἄνθρωπος χοϊκός. Αὐτός ἦταν ὁ σκοπός του. Νά παιδαγωγήσει εἰς Χριστόν. Νά διδάξει τήν ἀνάγκη τῆς ἔλευσης Λυτρωτοῦ. Μεταξύ τῶν κατάρων τοῦ νόμου πού ἐπιρρίπτονταν σέ διάφορες περιπτώσεις, ὑπῆρχαν δύο πού εἶχαν μεταξύ τους μυστική σχέση. Ἡ μία ἦταν «Ἐπικατάρατος πᾶς ὅς οὐκ ἐμμενεῖ ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις τοῦ νόμου τούτου, τοῦ ποιῆσαι αὐτούς». Ἡ ἄλλη ἦταν: «ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου». Στήν πρώτη κατάρα περιέπεσαν ὅλοι οἱ ἄνδρες τῆς Π.Δ. γιατί ἡ ἀκριβής τήρηση τοῦ νόμου ἦταν ἀδύνατη. Ἦσαν ὅλοι ἐπικατάρατοι. Καί ἐφ’ ὅσον οἱ ἐπικατάρατοι ἔπρεπε νά κρεμῶνται ἐπί ξύλου, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν ὑπόδικη σταυροῦ. Δίκαιη τιμωρία σύμφωνα μέ τόν Μωσαϊκό νόμο, πού ἴσχυε τότε, ἦταν ὁ σταυρικός θάνατος.
Ἐν τούτοις κανένας ἀπό τούς ἄνδρες τῆς Π.Δ. δέν πέθανε μέ σταυρικό θάνατο. Οἱ Ἑβραῖοι ἄν καί γνώριζαν τόν σταυρό ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, δέν τόν χρησιμοποίησαν ποτέ. Ἐφόνευαν διά λιθοβολισμοῦ. Ἔρχεται, ὅμως, ὁ Χριστός πού ἐπλήρωσε τόν Νόμον ὅλο, καί ἄρα δέν ἦταν ὑπόδικος σταυροῦ, καί καταδικάζεται σέ σταυρικό θάνατο. (Ἦταν θεήλατη πράγματι ἡ ἐπιμονή τῶν Ἑβραίων νά καταδικασθεῖ ὁ Χριστός ἀπό τή Ρωμαϊκή ἐξουσία, γιατί αὐτή μόνο μποροῦσε νά ἐπιβάλει σταυρικό θάνατο).
Ἀπό τόν σταυρό δικαιωματικά θά περνοῦσε ὁ θάνατος νά τρυγήσει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Καί ἀκριβῶς, ἐκεῖ στόν σταυρό, ὁ θάνατος παγιδεύεται ἀπό τόν «ἀναμαρτήτως γεγονότα τῆς σαρκός ἡμῶν κοινωνόν». «Θεοσόφῳ δελεάσματι» ὁ θάνατος «ἀγγιστρεύεται» καί ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν καταδυναστεία του τό ἀνθρώπινο γένος. Ἀποδεικνύεται ἀνίκανος πιά ὁ θάνατος νά «κρατήσει» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀφοῦ ὁ Χριστός, πού ὡς ἄνθρωπος πεθαίνει στόν σταυρό, σέ λίγο ἀνίσταται ἐκ νεκρῶν. Μέσῳ τοῦ σταυροῦ ὁ θάνατος γνωρίζεται ὡς ὕπνος, σκαλοπάτι πού ὁδηγεῖ στήν ἀθανασία. Πῶς ἑπομένως νά μή γίνει τίμιο καί ποθεινό ξύλο ὁ σταυρός; Ἡ προηγούμενη ἔκφραση τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀθλιότητας τοῦ κόσμου ἔγινε ἔκφραση ἁγιότητας. Ἡ κατάρα ἔγινε εὐλογία.
«Σταυροῦ πανήγυρις, λοιπόν, καί τίς οὐ σκιρτήσειεν;» Ὁ σταυρός εἶναι σήμερα «ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης». Εἶναι «τῶν βασιλέων τό κραταίωμα καί τῶν πιστῶν τό στήριγμα».
Εἴκοσι αἰῶνες μετά τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε οἰκειοποιηθεῖ τίς δωρεές του; Δεχτήκαμε τά μηνύματά του κι εὐθυγραμμίσαμε τή ζωή μας σύμφωνα μ’ αὐτά; Ἄν, σύμφωνα μέ πολλούς φιλοσόφους, σκοπός τῆς Ἱστορίας εἶναι ἡ τελειοποίηση τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ τελείωση αὐτή τίποτε ἄλλο δέν σημαίνει παρά τήν ἐπικράτηση στή ζωή μας τῶν αἰώνιων καί ἀκατάλυτων ἀρχῶν τοῦ Σταυροῦ. Καί ὀφείλουμε μέ εἰλικρίνεια νά ποῦμε πώς οἱ ἀρχές αὐτές δέν ἐπικράτησαν στόν πλανήτη μας. Στόν αἰώνα μας, μάλιστα, παρατηρήθηκε καί φοβερή ὀπισθοδρόμηση. Ἡ ἀνθρωπότητα βαδίζει σήμερα τόν δρόμο τοῦ θανάτου. Ἄν καί εἴμαστε πλούσιοι σέ γνώσεις, ἐν τούτοις ζοῦμε αἰώνα φόβου καί ἀγωνίας.
Τί καί ἄν διαθέτουμε τίς πολλές καί ποικίλες ἐπινοήσεις τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας; Τί καί ἄν μέ τούς θαυμάσιους συνδυασμούς τῆς φυσικῆς, τῆς χημείας καί τῶν μαθηματικῶν ἀποκρυπτογραφήσαμε τά μυστικά τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀόρατου κόσμου; Τί καί ἄν μέ τίς σύγχρονες ἐφευρέσεις, μέ τούς δορυφόρους, τούς πυραύλους, τά διαστημόπλοια, προεκτείναμε τόν χῶρο μέσα στόν χρόνο; Ἡ θλιβερή διαπίστωση εἶναι ὅτι ἡ γνώση δέν ἱκανοποίησε τόν ἔσω ἄνθρωπο. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀσφυκτιᾶ, ἀγωνιᾶ. Ἡ ψυχή του εἶναι κενή ἀπό εὐγενεῖς ὁραματισμούς, θεία ἰδεώδη καί σκοπούς. Ἡ ὑλική πρόοδος δέν μπορεῖ νά προσδιορίσει τόν ἄνθρωπο. Τόν ἄνθρωπο τόν προσδιορίζει ἡ μεταφυσική πνοή, ἡ ὀντολογία τοῦ πνεύματος. Γι’ αὐτό καί οἱ καταπληκτικές κατακτήσεις τῶν ἡμερῶν μας ὄχι μόνο δέν ἐλάττωσαν, ἀλλά αὔξησαν τόν ἀριθμό τῶν ἐρωτημάτων τά ὁποία, ὡς ἐρινύες, συμπνίγουν τό εἶναι μας.
Μπροστά, λοιπόν, στήν ταραχή πού συνέχει τή γῆ μας, καλούμαστε νά ἀλλάξουμε στάση. Καλούμαστε σέ ἐνδοσκόπηση, σέ σύμμετρη ἀνάπτυξη στόν ὑλικό καί στόν πνευματικό τομέα. Καλούμαστε νά ἐφαρμόσουμε τά μηνύματα τοῦ σταυροῦ, μηνύματα συνδιαλλαγῆς πρός τόν Θεό καί ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους, μηνύματα σωστῆς ἱεράρχησης τῶν ἀξιῶν καί ὑποταγῆς τοῦ ἀτομικοῦ μπροστά στό γενικό καί τό ἐθνικό συμφέρον.
Ταυτόχρονα δέ, προβάλλοντας σήμερα ἡ Ἐκκλησία τόν σταυρό πρός προσκύνηση, μᾶς καλεῖ νά ἀντλήσουμε ἀπ’ αὐτόν τήν ἀπαραίτητη δύναμη, «μή κενούμενα νάματα», καί παρακαλεῖ τόν Χριστό, πού ἀναρτήθηκε σ’ αὐτόν, νά «καθαγιάσῃ ἡμῶν τάς ψυχάς καί τά σώματα».
Ἔτσι, μέ γνώμονα τά μηνύματα τοῦ σταυροῦ καί ἐνισχυμένοι ἀπό τή χάρη του, θά μπορέσουμε νά φτάσουμε νικηφόροι στό τέρμα τῆς ἐπίγειας πορείας μας. Ἡ δύναμη πού ἀντλοῦμε ἀπό τόν σταυρό δέν εἶναι θεωρητική, οὔτε καί ὀφείλεται σέ ψυχολογικούς λόγους. Εἶναι πραγματική. «Ἔστι γάρ τοῦτο τό ξύλον», ὅπως ὁμολογοῦμεν, «ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον».
[1] Ἡ ὁμιλία αὐτή ἐκφωνήθηκε ὡς κήρυγμα ἀπό τόν Ἀρχιμ. Γεώργιο Παπαχρυσοστόμου (νῦν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου) στόν Ἱερό Ναό Ἀποστόλου Ἀνδρέα στό Πλατύ Ἀγλαντζιᾶς, στίς 14.9.1986.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου