ΜΗΝΥΜΑ

ΓΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΚΩΝ, ΕΟΡΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΤΙΚΕΤΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη΄ 35-43) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης

 Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ, γνωρίζει ὅτι ἡ ὑγεία εἶναι δῶρο Θεοῦ καὶ ἀγαθὸ πολύτιμο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι οὐράνιος θησαυρὸς ποὺ δίνεται ἀπὸ τὴν ὄντως Ζωή- τὸν Κύριό μας- στὸ πλάσμα Του, ὥστε μὲ τὴ χάρη Του νὰ γίνεται πραγματικότητα ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς. «Δὲν ὑπάρχουν πλούτη μεγαλύτερα καὶ καλύτερα ἀπὸ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος καὶ ἀνώτερη ἀγαλλίαση, ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς καρδιᾶς», θὰ πεῖ ὁ σοφὸς Σειράχ (λ,16), ἐκφράζοντας καθολικὰ τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση πάνω στὸ θέμα τῆς ὑγείας. Ἡ ἴδια ὅμως ἡ Ἐκκλησία, ποὺ σὲ κάθε σύναξη εὔχεται γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ποὺ τελεῖ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου γιὰ τὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία τῶν παιδιῶν της κάθε φορὰ ποὺ θὰ τῆς ζητηθεῖ, δὲν θεωρεῖ τὴν ὑγεία μας σὰν αὐτοσκοπό, καὶ οὔτε τὴν ὁρίζει σὰν τὸ ἀπόλυτο ἀγαθὸ κοσμικὰ καὶ μόνο, ἀλλὰ τὴν βλέπει μέσα στὶς ἀληθινές της διαστάσεις καὶ φυσικὰ τῆς ἀποδίδει τὴν ἀνάλογη ἀξία.
Οἱ διαστάσεις αὐτὲς εἶναι τὸ Πνευματοφόρο κλίμα τῆς σωτηρίας ἐν Χριστῷ, ποὺ ζεῖ καὶ γεύεται καὶ ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος. Καὶ δὲν μᾶς κρύβει πὼς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κοπιάζει καὶ νὰ ἰδρωκοπάει γιὰ τὴν ὑγεία του, νὰ ἐπιθυμεῖ ὄχι ἁπλὰ νὰ μὴν πεθάνει, ἀλλὰ πῶς νὰ ὑπερβεῖ τὸ θάνατο. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μέγιστη ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸν ταλανίζει αἰώνια, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ μέλημα τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ ἀληθινὴ ὑγεία ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, στὴν ὁλότητα τῆς ὕπαρξής του, στὸ ὅλο του πρόσωπο. Ὑγεία δὲν σημαίνει ἀπουσία μιᾶς ἀρρώστιας ἢ κάποιας ἀναπηρίας τοῦ σώματος ἢ τῆς ψυχῆς. Ὑγεία σημαίνει ἡ θαυμαστὴ καὶ ἀπόλυτη ἁρμονία τῶν πνευματικῶν, τῶν ψυχικῶν καὶ τῶν σωματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Ὑγεία ποὺ κλήθηκε νὰ πραγματώσει ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ ποὺ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὰ ὅρια χάραξε ὁ Θεῖος καλλιτέχνης. Αὐτὴν τὴν ὑγεία ἔχασε μὲ τὴν πτώση του ὁ ἄνθρωπος, ἀρνούμενος τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάνοντας ἀνυπακοὴ στὴν ἐντολή Του˙ ἔχασε τὴν κοινωνία μαζί Του.
Ἔχασε ὁ Ἀδὰμ μὲ  εὐθύνη του τὴν τέλεια ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία του καὶ τράβηξε πάνω του τὸν θάνατο, τὴν ἀσθένεια, τὸν πόνο, τὶς πληγὲς ποὺ ἀπὸ τότε τὸν ταλανίζουν καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅπως ὁ θάνατος, ἔτσι κι ὅλα αὐτὰ εἶναι παρὰ φύση κατάσταση ποὺ πῆρε ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ ἀπὸ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. «Ἀσθένησε ἡ ἀνθρώπινη φύση μὲ τὸν Ἀδάμ, ἐξαιτίας τῆς φθορᾶς ποὺ ἔφερε ἡ παρακοὴ καὶ ἔτσι εἰσέδυσαν σ’ αὐτὴν τὰ πάθη μας», λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας. «Μαράθηκε ἡ ἄφθαρτη ψυχὴ ἐπειδὴ δέχτηκε τὴν ἐπίδραση τῶν παθῶν ἢ ἀκριβέστερον τῶν δαιμόνων», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ὁ Ἀδὰμ διώχνοντας ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γεμίζει τὸ σῶμα μὲ ἀσθένεια καὶ φθορά, μὲ θνητότητα καὶ νέκρωση. Καὶ ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «γιὰ τὰ κακὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸ σῶμα, αἰτία εἶναι ἡ πονηριὰ τῆς ψυχῆς».
Ἃς ἀφαιρέσουμε λοιπὸν τὴν ἁμαρτία –τὴν πηγὴ τῶν κακῶν– ἀπὸ τὸ σῶμα μας, ἀπὸ μέσα μας, καὶ ἀμέσως θὰ ἐξαφανιστοῦν ὅλα τὰ συμπτώματα τῶν νόσων. Γιατί νόσημα δὲν εἶναι μόνο ἡ παραλυσία τοῦ σώματος ἢ ἑνὸς μέλους τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸ κυρίως κακὸ στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἡ ἀσθένεια, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ποὺ ἔφερε τὴν ἀσθένεια. Κακὰ –κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο– δὲν εἶναι ὅσα μᾶς προκαλοῦν ὀδύνη στὸ σῶμα, ἀλλὰ οἱ ἁμαρτίες. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἀρρώστιες πηγάζουν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς. Κι ἐφόσον τὸ πιὸ σημαντικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ὁ θάνατος, κι αὐτὸς εἶναι γέννημα τῆς ἁμαρτίας, ἄρα πόσο μᾶλλον οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ἀσθένειες προῆλθαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ προσέξουμε πάρα πολὺ τὸ μήνυμα πού μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία μας, στὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόβλημα τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου ἐπιφανειακῶς ἢ νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει ἀποσπασματικά. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν λύση του μέσα στὰ ἰαματικὰ πλαίσια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνακαίνιση, τὴν ἀνάπλαση καὶ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Αὐτὸς ποὺ ἐμβολιάζεται μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τρέφεται ἀπὸ Αὐτόν, ἀπολαμβάνει τὴν ὑγεία τῆς καινούργιας φύσης του. Ζεῖ τὸν Χριστὸ σὰν τὸν εἰδικὸ γιατρό Του. Τὸν Χριστὸ ποὺ ἔδωσε ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία Του νὰ θεραπεύει ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζει λεπρούς, νὰ δίνει φῶς στοὺς τυφλούς, νὰ ἀνασταίνει νεκρούς, νὰ ἐκβάλει δαιμόνια (Ματθ. ι,8). Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ὑγιὴς ὁλόκληρος, ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνακαινίζεται κάθε φορὰ ποὺ θὰ κοινωνήσει μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα, αὐτὸς εἶναι ὁ ὑγιὴς γιὰ τὴν Ἐκκλησία κι ὄχι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι σωματικὰ ἄρρωστος. Πλοῦτος γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἡ σωματικὴ ὑγεία μόνο. Θησαυρὸς ἀκένωτος εἶναι ἡ σωτηρία καὶ πλήρωμα καὶ ὁλοκλήρωση ἡ θέωση. Τὴν θέωση ὅμως καὶ τὸν ἁγιασμὸ μπορεῖ νὰ τὰ πετύχει εἴτε εἶναι ἀσθενὴς στὸ σῶμα, εἴτε ὑγιής, ἀνάλογα τὸν τρόπο ποὺ χειρίζεται κανεὶς αὐτὲς τὶς καταστάσεις γιὰ ψυχικὸ ὄφελος. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον, οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «Οὔτε νὰ θαυμάζουμε κάθε ὑγεία, οὔτε νὰ περιφρονοῦμε κάθε ἀρρώστια. Νὰ γνωρίζουμε νὰ περιφρονοῦμε τὴν ὑγεία ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ σύνεση, καὶ παράγει ἁμαρτία, καὶ νὰ ἐκτιμοῦμε τὴν παιδαγωγικὴ ἀρρώστια σεβόμενοι ὅλους ἐκείνους ποὺ βγῆκαν νικητὲς μέσα  ἀπὸ τὸν πόνο».
Ἄς μὴν ἀποροῦμε ὅταν ἀκοῦμε γιὰ τὴν ἀξία τῆς «παιδαγωγικῆς ἀρρώστιας». Οἱ Νηπτικοὶ Πατέρες μᾶς μιλοῦν στὴ διδασκαλία τους γιὰ τὴν ἄμεση σχέση τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης στὴ ζωή μας. Παραβαίνοντας ὁ Ἀδὰμ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφοῦ ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τὴν ἡδονή, φέρνει στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ὀδύνη, τὴν λύπη, τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν θάνατο. Ἡ ἡδονὴ γίνεται ἡ γεννήτρια τῆς ὀδύνης μὲ τὴν ἀνθρώπινη θέληση. Καὶ ὁ Θεὸς, γιὰ νὰ χτυπήσει στὴ ρίζα τὴν παραφυσικὴ ἡδονὴ καὶ τὰ ὅποια γεννήματά της, φέρνει τὸν Υἱό Του στὴ γῆ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος σταυρώνεται μὲ τὴ θέλησή Του γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς συμβουλεύει «νὰ δοκιμάζονται οἱ ἀγωνιστὲς τῆς εὐσέβειας, στὸ σῶμα μὲ συνεχεῖς ἀρρώστιες καὶ στὴν ψυχὴ μὲ πονηροὺς λογισμούς, γιὰ νὰ ἀποφεύγουν κάθε κενοδοξία καὶ κάθε περήφανη σκέψη καὶ νὰ μποροῦν νὰ δεχτοῦν στὶς καρδιές τους μὲ μεγάλη ταπείνωση τὴ σφραγίδα τῆς Θείας ὡραιότητας». Βεβαίως ποτὲ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐξαγιάζει τὴν ἀσθένεια, οὔτε τὴν ἐπιδιώκει. Ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν θεωρεῖ ὅτι ἡ σωματικὴ ὑγεία εἶναι τὸ πᾶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη μόνο μὲ πνευματικοὺς καὶ σωματικοὺς ἀγῶνες καὶ κόπους καὶ ὀδύνες τιθασεύονται. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι πολύτιμη ἡ συμβολὴ τῆς παιδαγωγικῆς ἀσθένειας ποὺ καθορίζει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ». Θὰ βγοῦμε νικητὲς ἀπὸ κάθε ἀσθένεια καὶ ἀρρώστια ὅταν μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας , ὅπως ἔκανε ὁ τυφλός τοῦ Εὐαγγελίου, φωνάξουμε στὴ δυσκολία μας : «Ἰησοῦ Υἱὲ Δαυὶδ, ἐλέησον μέ». Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου