Καταφυγή στο κήρυγμα. Περί Αποστόλου Θωμά. Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη
Καταφυγή στο κήρυγμα
Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη
Οι ημέρες του Τριωδίου, αλλά και οι ημέρες του
Πεντηκοσταρίου είναι πλούσιες σε νοήματα, που εμπνέουν όσους θέλουν να
κρατούν την ύπαρξή τους προσανατολισμένη προς το πρόσωπο του Χριστού.
Χωρίς αυτά τα νοήματα δεν μπορεί να ζήση ο νους μας.
Νεκρώνεται,
πνίγεται μέσα στους λογισμούς που τον προσβάλλουν, μεγάλος όγκος των
οποίων στις μέρες γεννιέται από τα τηλεοπτικά γεγονότα, από τους θυμούς
και τις κριτικές που προκαλούν τα διατυμπανιζόμενα σκάνδαλα κάποιων
ανθρώπων της Εκκλησίας.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στις μέρες μας η πίστη
των ανθρώπων δοκιμάζεται μέσα σε “βαβυλώνιο κάμινο”, στην οποία είναι
αμφίβολο αν για τους περισσότερους υπάρχη το “διασυρίζον πνεύμα”, το
οποίο μετατρέπει “το πυρ εις δρόσον”.
Κι αυτό γιατί άνθρωποι που θα
έπρεπε να είναι στη θέση των προφητών ζηλεύουν δυστυχώς την εξουσία του
Ναβουχοδονόσορα, “επταπλασιάζοντας” την καυστικότητα της δοκιμασίας στην
οποία υπόκειται το πλήρωμα της Εκκλησίας. Όμως η Εκκλησία υπάρχει. Το
τυπικό της, κατά το δυνατόν, τηρείται, έστω και αν ο πολύς λαός έχη
χαλαρώσει την σχέση του με το πνεύμα και το γράμμα του. Θέλουμε δεν
θέλουμε οι κληρικοί “αναγινώσκουμε επ’ εκκλησίαις” το Ευαγγέλιο, τελούμε
την αναίμακτο μυσταγωγία.
Οπότε η διάνοιά μας έχει την δυνατότητα να
προσλαμβάνη σωτήρια νοήματα –έστω κι αν απαγγέλλονται μηχανικά–, με τα
οποία μπορεί να ρυθμίζη τις κινήσεις του σώματος και να τροφοδοτή την
καρδιά μας, αναρριπίζοντας μέσα της την πίστη και καθιστώντας μας
ικανότερους να προσέλθουμε στα φρικτά και σωτήρια μυστήρια.
Όλα τα παραπάνω ειπώθηκαν για να τονισθούν, μέσα στα
σύγχρονα εκκλησιαστικά γεγονότα, κάποια πράγματα από εκκλησιαστική και
ποιμαντική πλευρά, γιατί δεν αρκεί ο δημοσιογραφικός λόγος για να
πραγματοποιηθή η λεγόμενη “κάθαρση της Εκκλησίας”. Χρειάζεται το
εκκλησιαστικό κήρυγμα.
Ο λόγος ο “τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν
δίστομον”, που καθαρίζει την οπτική δύναμη της ψυχής και ελευθερώνει τον
άνθρωπο από αιχμαλωσίες σε λογισμούς και παράλογες εξαρτήσεις της
καρδιάς, δίνοντάς του την δυνατότητα να προχωρήση στην ανάπτυξη της
προσωπικής σχέσης του με τον Θεό.
Δυστυχώς, η δημοσιογραφική έρευνα έχει
επισκιάσει στις μέρες μας το εκκλησιαστικό κήρυγμα. Χρειάζεται όμως να
γίνουμε λίγο ανεπίκαιροι δημοσιογραφικά, καταφεύγοντας στο κήρυγμα, για
να δούμε πώς μπορούμε να επιβιώσουμε πνευματικά στο σύγχρονο περιβάλλον.
Για την περίπτωσή μας είναι πολύ διδακτική η ιστορία της
απιστίας του απ. Θωμά, η οποία προβάλλεται από την Εκκλησία μας την
πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα.
Ο απ. Θωμάς δείχνει πώς η έκφραση αμφιβολιών και η
απαίτηση αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να οδηγήση στην βεβαίωση της
πίστης. Οπότε στις μέρες μας, κατά τις οποίες η πίστη πολλών ανθρώπων
δοκιμάζεται, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον αφ’ ενός μεν η ιστορία
της απιστίας του, αφ’ ετέρου δε η ερμηνεία της από τους Πατέρες της
Εκκλησίας.
Η ιστορική αρχή της απιστίας του απ. Θωμά βρίσκεται στην
απουσία του από την σύναξη των Μαθητών του Χριστού το βράδυ της “Μιάς
των Σαββάτων”. Αυτή η σύναξη των μαθητών του Χριστού ήταν στην
πραγματικότητα σύναξη της πρώτης Εκκλησίας. Σε αυτήν ήλθε ο Χριστός “των
θυρών κεκλεισμένων” για να μεταδώση στους φοβισμένους μαθητές του την
“υπερέχουσα πάντα νουν” ειρήνη Του. Η απουσία του απ. Θωμά, η αποκοπή
του από τους αδελφούς του, τον άφησε εκτεθειμένο στο πνεύμα της απιστίας
και της αμφιβολίας, χωρίς την ειρήνη που είχαν οι άλλοι Μαθητές, οι
οποίοι βεβαιώθηκαν για την Ανάσταση του Χριστού.
Φέρνοντας τα πράγματα στην εποχή μας μπορούμε να πούμε
ότι ο απ. Θωμάς απουσίασε από την Εκκλησία. Απουσίασε από την σύναξη των
πιστών. Γι’ αυτό συνέβη σ’ αυτόν ό,τι συμβαίνει σε κείνους πού, αναίτια
ή για ασήμαντη αφορμή, απουσιάζουν από την ευχαριστιακή σύναξη της
Εκκλησίας.
Στερούν τον εαυτό τους από την πραγματική παρουσία του
Χριστού. Διότι ο Χριστός σε κάθε Θ. Λειτουργία εισέρχεται μυστηριακά
–“των θυρών κεκλεισμένων”, χωρίς να εμποδίζεται από τίποτε το αισθητό–
και μεταδίδεται με την μορφή του ευχαριστιακού Άρτου και του Οίνου στο
λαό Του. Ο απ. Θωμάς μακριά από την σύναξη των μαθητών, στερήθηκε την
παρουσία του Χριστού και έμεινε πνιγμένος στις αμφιβολίες και τις
αγωνίες του.
Το ίδιο συμβαίνει με όσους ζουν μια “χριστιανική” ζωή που
δεν έχει οργανική σχέση με την σύναξη των πιστών, την Ενορία και την Θ.
Ευχαριστία. Οι λόγοι και οι εμπειρίες των Αγίων έχουν γι’ αυτούς
ερωτηματικό. Δεν μπορούν να πιστέψουν πράγματα που είναι έξω από την
λογική και την εμπειρία τους. Οι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι ομολογούν
με την διδασκαλία τους και την ζωή τους την βασική τους εμπειρία, η
οποία συνοψίζεται στην φράση: “εωράκαμεν τον Κύριον”.
Αυτός ο λόγος των
Αγίων είναι “σημείον αντιλεγόμενον”. Για κάποιους λίγους είναι
επιβεβαίωση και της δικής τους εμπειρίας. Από άλλους απορρίπτεται ως
εξωπραγματικός, ενώ σε άλλους γεννά την εναγώνια αντίδραση: “Εάν μη
ίδω... ου μη πιστεύσω”.
Αυτοί οι τελευταίοι –ειλικρινείς, αλλά ακόμη
πνευματικά ανώριμοι– ταλαιπωρούνται στις μέρες μας πολύ περισσότερο από
ό,τι παλιότερα, διότι έχουν να διανύσουν μακρύτερο και δυσχερέστερο
δρόμο, μέχρι να φθάσουν στην επιβεβαίωση της πίστης. Πρέπει να
ξεπεράσουν τις αρνητικές εμπειρίες που τους προσφέρουν ορισμένοι φορείς
του μυστηρίου της ιερωσύνης, οι οποίοι ξεχνούν ότι η ιερωσύνη δεν είναι
μια δημοσιοϋπαλληλική υπηρεσία, η οποία οργανώνεται με βάση κάποιον
δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα.
Δεν θεμελιώνεται σε κοσμικούς νόμους. Έχει
θεμέλιό της τον Χριστό, στον οποίο και ανήκει. Είναι το μυστήριο της
αισθητής παρουσίας Του στον κόσμο. Αυτοί, λοιπόν, που με τους λόγους
και τα έργα τους “εμποδίζουν” την χάρη του μυστηρίου της ιερωσύνης να
βεβαιώση τις καρδιές των ανθρώπων, ταλαιπωρούν πολύ εκείνους που
διακατέχονται από την εναγώνια απαίτηση του απ. Θωμά: “Εάν μη ίδω... ου
μη πιστεύσω”.
Βέβαια, δεν πρέπει ο καθένας να μεταθέτη το πρόβλημά του
στους ώμους των άλλων, ούτε να δικαιολογή τον εαυτό του αναφερόμενος
στους δύσκολους καιρούς που περνάμε. Πρέπει να αναλαμβάνη την προσωπική
του ευθύνη, με το βάρος της οποίας είναι ωφέλιμο να ταπεινώνη τον εαυτό
του. Έχουμε την ευθύνη της πνευματικής μας πορείας.
Δεν πρέπει να τα
περιμένουμε όλα από τους άλλους. Εμείς αποφασίζουμε σε ποιούς θα
μαθητεύσουμε και ποιούς θα καταστήσουμε πρότυπά μας. Στα θέματα της
πνευματικής ζωής και της πίστεως υπάρχουν συχνές ανατροπές, τις οποίες
συναντούμε και στις ιστορίες των Αγίων.
Μπορεί, για παράδειγμα,
Αρχιερείς, Ιερείς και Μοναχοί να απομακρυνθούν από την χάρη του Θεού, να
χάσουν την σωτηρία τους, να σκανδαλίσουν τον κόσμο, ενώ ένας ασήμαντος
κοινωνικά και μορφωτικά άνθρωπος, λαϊκός, βιοπαλαιστής, να γίνη τόπος
θεοφανείας, δηλαδή, άνθρωπος που να συμβιώνη “εν αισθήσει και
πληροφορία” με τον Θεό, ώστε να μας βεβαιώνη, όπως οι Μαθητές τον απ.
Θωμά, ότι “εωράκαμεν τον Κύριον”.
Σύμφωνα με μια ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ο
απ. Θωμάς “οικονομικώς” απουσίαζε από τον κύκλο των μαθητών του
Χριστού, όταν για πρώτη φορά τους επισκέφθηκε μετά την Ανάσταση, επειδή
ήταν ανέτοιμος να δεχθή την παρουσία Του. Είχε ανάγκη προπαρασκευής.
Κάτι που έγινε στις ημέρες που μεσολάβησαν μέχρι την νέα φανέρωση του
Χριστού. Το “εωράκαμεν τον Κύριον”, που του έλεγαν οι άλλοι μαθητές, και
οι συζητήσεις που έκανε μαζί τους, τον προετοίμασαν και τον κατέστησαν
ικανό να γίνη μάρτυρας της Αναστάσεως.
Εν κατακλείδι, η μελέτη και η ακρόαση του λόγου των
Αποστόλων και των Αγίων, η σύνδεσή μας με την ενοριακή μας κοινότητα και
κυρίως η συμμετοχή μας στην σύναξη της Θ. Ευχαριστίας, από όποιους
κανονικούς Αρχιερείς ή Ιερείς και αν τελήται, μας δίνουν την δυνατότητα
να συνδεθούμε με ανθρώπους που μπορούν να μας ελκύσουν στα βαθύτερα και
υψηλότερα της ευαγγελικής ζωής, και να μας καταστήσουν απρόσβλητους από
όλους τους λογισμούς της αμφιβολίας και της απιστίας, από όπου και αν
προέρχονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου