Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Μθ. 9, 27-35)

Ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ κάνει λόγο γιὰ συγ­κε­κρι­μέ­να θαύ­μα­τα τοῦ Χριστοῦ, προ­ϋ­πό­θε­ση τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι ἡ πί­στη τῶν ἀν­θρώ­πων στὸ πρό­σω­πό του. Οἱ δύ­ο τυ­φλοὶ ὁ­μο­λο­γοῦν τὴν πί­στη τους σὲ αὐ­τόν, ἐ­νῷ γιὰ τὸν κω­φὸ καὶ δαι­μο­νι­ζό­με­νο, ἕ­νε­κα τῆς τρα­γι­κῆς κα­τά­στα­σής του, ἡ πί­στη στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ἐκ­φρά­ζε­ται ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ τὸν ἔ­φε­ραν γιὰ θε­ρα­πεί­α.


Στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη τὰ θαύ­μα­τα δὲν γί­νον­ται ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τα μὲ στό­χο τὴν κα­τά­πλη­ξη τῶν ἀν­θρώ­πων. Σὲ τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση τὰ θαύ­μα­τα ἀ­φί­σταν­ται τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καὶ συν­δέ­ον­ται μὲ τὸν διά­βο­λο καὶ τὶς δι­ά­φο­ρες προ­λή­ψεις. Τὰ θαύ­μα­τα, τό­σο τὰ ρη­τῶς ἀ­να­φε­ρό­με­να, ὅ­σο καὶ αὐ­τὰ ποὺ ἁ­πλῶς μαρ­τυ­ροῦν­ται σὲ δι­ά­φο­ρα ση­μεῖ­α τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, σχε­τί­ζον­ται μὲ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται στὴ γῆ καὶ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀλ­λα­γὴ τοῦ σχή­μα­τος τοῦ κό­σμου τού­του. Ἔ­τσι, τὰ θαυ­μα­στὰ ἔρ­γα τοῦ Χρι­στοῦ, τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν δη­λώ­νον­ται ὡς θαύ­μα­τα, ἀλ­λὰ ὡς «ση­μεῖ­α» ἢ ὡς «ση­μεῖ­α καὶ τέ­ρα­τα», δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀ­πο­μο­νω­θοῦν καὶ νὰ νο­η­θοῦν ξε­χω­ρι­στὰ ἀ­πὸ τὴν Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση.

Τὸ θαῦ­μα εἶ­ναι ἐν­ταγ­μέ­νο στὴν ὅ­λη πο­ρεί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας καὶ δὲν θε­ω­ρεῖ­ται ὡς κά­τι τὸ ξε­χω­ρι­στὸ καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρο. Οὕ­τως ἢ ἄλ­λως ἡ ἴ­δια ἡ ἱ­στο­ρί­α καὶ ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ἕ­να θαῦ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἄρ­χι­σε μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου καὶ πο­ρεύ­ε­ται πρὸς τὴ με­τα­μόρ­φω­ση σὲ και­νὴ γῆ καὶ και­νὸ οὐ­ρα­νό. Τὰ θαύ­μα­τα, ὡς γε­γο­νό­τα τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας, φα­νε­ρώ­νουν τὴ θεί­α δό­ξα στὸν κό­σμο καὶ τὸν με­τα­μορ­φώ­νουν.

Τὸ θαῦ­μα ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α ἔκ­φαν­ση τῆς ὅ­λης πο­ρεί­ας τῆς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας, ὅ­που ἀ­φε­τη­ρί­α εἶ­ναι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α καὶ πέ­ρας ἡ τε­λεί­ω­ση τοῦ κό­σμου. Εἶ­ναι ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Θε­οῦ, ποὺ δὲν ἀ­πο­βλέ­πει στὸ νὰ μᾶς ἐν­τυ­πω­σιά­σει ἢ νὰ μᾶς κα­τα­πλή­ξει, ἀλ­λὰ στο­χεύ­ει στὸ νὰ μᾶς ἁ­γι­ά­σει καὶ νὰ μᾶς σώ­σει.

Τὰ θαύ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­πο­δει­κτι­κὰ μέ­σα, δι­ὰ τῶν ὁ­ποί­ων δη­λώ­νον­ται τό­σο ὁ χα­ρα­κτή­ρας τοῦ ἔρ­γου, ὅ­σο καὶ ἡ θεί­α φύ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Τὰ θαύ­μα­τα ἀ­νοί­γουν μί­α θύ­ρα στὴ νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ κό­σμου ποὺ ἐγ­και­νι­ά­ζει ὁ Χρι­στός. Αὐ­τὴ ἡ νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα βρί­σκε­ται στὸν ἀν­τί­πο­δα τῆς πα­ρὰ φύ­ση πο­ρεί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ ὁ­ποί­α ξε­κί­νη­σε μὲ τὴν πα­ρα­κο­ή. Ἡ ἐν λό­γῳ πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ ἐ­γω­ι­σμό, κα­τέ­λη­γε σὲ σύγ­κρου­ση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ση­μα­το­δο­τοῦ­σε ἕ­ναν κό­σμο διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δημιουργήθηκε ὡς «καλὸς λίαν». Ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν κα­τά­στα­ση λυ­τρώ­νει ἡ ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος θε­ρα­πεύ­ει καὶ ἀ­να­και­νί­ζει τὴ δη­μι­ουρ­γί­α του.

Τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ τὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ πι­στο­ποι­εῖ­ται δι­ὰ τῶν θαυ­μά­των καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος. Οἱ θε­ρα­πεῖ­ες τῶν ἀ­σθε­νῶν καὶ οἱ ἀ­να­στά­σεις νε­κρῶν δει­κνύ­ουν τὴ νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πὶ τῆς ἀ­σθέ­νει­ας καὶ τῆς φθο­ρᾶς, ἡ ἐκ­δί­ω­ξη τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των φα­νε­ρώ­νει τὴ νί­κη του ἐ­πὶ τοῦ κο­σμο­κρά­το­ρα δια­βό­λου καὶ τὰ θαύ­μα­τα ὑ­πό­τα­ξης τῶν φυ­σι­κῶν δυ­νά­με­ων ἐκ­φρά­ζουν τὴν ἀρ­ξα­μέ­νη θε­ρα­πεί­α τῆς πε­σού­σης κτί­σης. Συ­νε­πῶς τὰ θαύ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν μυ­στή­ρι­ο καὶ πρό­γευ­ση τοῦ μέλ­λον­τος κό­σμου. Ἑ­νὸς κό­σμου, ὁ ὁ­ποῖ­ος μπο­ρεῖ νὰ προ­σεγ­γι­στεῖ καὶ νὰ βι­ω­θεῖ δι­ὰ τῆς ἔμ­πρα­κτης πί­στης πρὸς τὸν Χρι­στό. Ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε τὰ θαύ­μα­τα δὲν ἐ­πι­τε­λοῦν­ται, ὥ­στε νὰ κα­τα­πλή­ξουν, νὰ ἐν­τυ­πω­σιά­σουν καὶ νὰ ὁ­δη­γή­σουν στὴν πί­στη τοὺς θε­α­τὲς καὶ τοὺς ἀ­κρο­α­τὲς τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀντ’ αὐ­τοῦ προ­ϋ­πο­θέ­τουν τὴν στέ­ρε­η πί­στη στὸν Χρι­στὸ καὶ στὴν ἀ­πο­στο­λή του. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς ἀρ­νή­θη­κε νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σει κά­ποιο θαῦ­μα, ὅ­ταν ἡ πρό­σκλη­ση πρὸς αὐ­τὸ ἀ­φο­ροῦ­σε τὸν ἐν­τυ­πω­σι­α­σμό. Ση­μει­ώ­νε­ται δὲ ὅ­τι ἡ πί­στη δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ θε­ώ­ρη­μα, ἀλ­λὰ ἔμ­πρα­κτη στρο­φὴ τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὴν και­νὴ ζω­ὴ ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ Χρι­στός. Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς το­πο­θε­τεῖ­ται καὶ ἡ τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ, ὡς ἐν­δει­κτι­κὸ ση­μεῖ­ο τῆς νέ­ας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Συ­νε­πῶς, ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Χρι­στοῦ προ­σφέ­ρει τὴν ἀ­νά­πλα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τὴν ἀ­να­καί­νι­ση  τῆς κτί­σε­ως, τὴν κα­τα­πά­τη­ση τοῦ δια­βό­λου καὶ τὴν κα­τάρ­γη­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ θα­νά­του. Ὅ­λα τοῦ­τα φα­νε­ρώ­νον­ται δι­ὰ τῶν θαυ­μά­των. Προ­ϋ­πό­θε­ση εἶ­ναι πάν­το­τε ἡ πί­στη στὸ πρό­σω­πο καὶ τὸ ἔρ­γο τοῦ Χρι­στοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου