Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ 25 Φεβρουαρίου 2001

«Ἐκάθισεν Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο».

Δι­ά τοῦ Ἀ­δάμ ἀ­πω­λέ­σα­με τόν Πα­ρά­δει­σο. Δι­ά τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πα­να­κτή­σα­με αὐ­τόν.

Με­γά­λο κα­κό ἔ­κα­με ἡ πα­ρα­κο­ή καί ἡ λαι­μαρ­γί­α τοῦ Ἀ­δάμ. Φο­βε­ρή κρί­θη­κε ἡ πα­ρά­βα­σή του ἀ­πό τόν Θε­ό. Ἡ νη­στεί­α, λοι­πόν, ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πρώ­τη ἐ­ντο­λή τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι, ἑ­πο­μέ­νως, ἡ μη­τέ­ρα τῶν ἀ­ρε­τῶν. Εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρώ­τρι­α ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες καί ἡ πρό­ξε­νος τῆς συν­δι­αλ­λα­γῆς τῶν ἀν­θρώ­πων μέ τόν Θε­ό. Σέ ὅ­σους κα­λῶς νη­στεύ­ουν δύ­σκο­λα πα­ρα­μέ­νουν οἱ πει­ρα­σμοί τῶν δαι­μό­νων, ἡ δέ πα­ρου­σί­α τοῦ φύ­λα­κα ἀγ­γέ­λου εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἔ­ντο­νη στήν ψυ­χή πού νη­στεύ­ει. Ἄς μή γι­νό­μα­στε κα­τα­φρο­νη­τές τῆς πα­ραγ­γε­λί­ας τοῦ Χρι­στοῦ πού πρῶ­τος αὐ­τός ἐ­νή­στευ­σε. Οἱ Πα­τέ­ρες μέ πολ­λούς τρό­πους το­νί­ζουν τήν ἀ­νά­γκη τῆς νη­στεί­ας: Ἄν εἶ­σαι πλού­σι­ος δέ­ξου τή νη­στεί­α καί μή λές ὅ­τι εἶ­ναι δυ­σβά­στα­κτο φορ­τί­ο. Σοῦ ἀρ­κεῖ ὁ ὑ­πό­λοι­πος χρό­νος τῆς ἐ­πι­λε­κτι­κῆς κα­λο­φα­γί­ας. Τώ­ρα εἶ­ναι και­ρός με­τα­νοί­ας καί ἐ­πι­στρο­φῆς στήν ἐ­γκρά­τει­α τῆς ψυ­χῆς καί τοῦ σώ­μα­τος. Ἔ­χεις πλού­τη καί ἀ­ρέ­σκε­σαι νά σπα­τα­λᾶς; Ὑ­πάρ­χει τρό­πος νά δα­πα­νᾶς τά πλού­τη σου χω­ρίς οὐ­σι­α­στι­κά νά ξο­δεύ­εις, ἀλ­λά μᾶλ­λον νά θη­σαυ­ρί­ζεις πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ὑ­πάρ­χει ἡ κοι­λι­ά τῶν πει­να­σμέ­νων φτω­χῶν. Οἱ ψυ­χές τῶν ὀρ­φα­νῶν καί δυ­στυ­χι­σμέ­νων. Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: Δέν μπο­ρῶ νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σω πε­ρισ­σό­τε­ρη τρο­φή ἀ­πό τήν ἀ­πο­λύ­τως ἀ­να­γκαί­α, γι­α­τί αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­τι τό πα­ρα­πά­νω γι­ά μέ­να τό ἀ­φαι­ρῶ ἀ­πό τό στό­μα τοῦ πει­να­σμέ­νου ἀ­δελ­φοῦ. Ὁ δέ Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός τό­νι­ζε: Τά ἑ­κα­τό δρά­μι­α ψω­μί τήν ἡ­μέ­ρα εἶ­ναι ἀρ­κε­τά καί εὐ­λο­γη­μέ­να. Ἄν φά­ω ἑ­κα­τόν δέ­κα, τά δέ­κα εἶ­ναι χα­ρά­μι. Ἔ­τσι ἄς ξο­δεύ­ου­με τά πλού­τη μας στό φα­γη­τό αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες γι­ά νά ἐλ­πί­ζου­με στήν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἄς δα­νεί­ζου­με χω­ρίς προ­θε­σμί­α αὐ­τούς πού πά­σχουν, γι­ά νά τά βροῦ­με ἀ­σφα­λῆ καί μέ με­γά­λη ἀ­ντα­πό­δο­ση στά χέ­ρι­α τοῦ δί­και­ου Κρι­τῆ. Δα­πα­νοῦ­με πολ­λά γι­ά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σου­με τίς ἁ­μαρ­τω­λές μας ἐ­πι­θυ­μί­ες. Ἄς ξο­δέ­ψου­με καί λί­γα γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Κα­λόν εἶ­ναι νά δε­χθοῦ­με μέ χα­ρά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς νη­στεί­ας καί ὄ­χι μό­νο νά πε­ρι­ο­ρί­ζου­με τά φα­γη­τά, ἀλ­λά νά ἀ­πέ­χου­με ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος λέ­ει σχε­τι­κά: «Ἡ σάρξ ἐ­πι­θυ­μεῖ κα­τὰ τοῦ πνεύ­μα­τος, τὸ δὲ πνεῦ­μα κα­τὰ τῆς σαρ­κός». Ἐ­πει­δή, λοι­πόν, τό σῶ­μα ἐ­να­ντι­οῦ­ται στήν ψυ­χή, πε­ρι­φρό­νη­σε τή δι­ά­θε­ση τοῦ σώ­μα­τος καί αὔ­ξη­σε τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς. Μήν ἱ­κα­νο­ποι­εῖς τά θε­λή­μα­τα τῆς σάρ­κας, ἀλ­λά νά ἐ­πι­δι­ώ­κεις ὅ,τι συμ­φέ­ρει στήν ψυ­χή. Εἶ­ναι ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νο ὅ­τι πρῶ­το ἐ­μπό­δι­ο γι­ά τή νη­στεί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τῆς σάρ­κας.  Ἐ­πει­δή γή­ϊ­νο εἶ­ναι τό σῶ­μα, τά γή­ϊ­να καί πρό­σκαι­ρα ἀ­γα­πᾶ, ἡ δέ ψυ­χή, ὡς ἄ­ϋ­λη καί οὐ­ρά­νι­α πού εἶ­ναι, τά θεῖ­α καί οὐ­ρά­νι­α ἐ­πι­ζη­τεῖ. Ἐ­άν, λοι­πόν, ὁ ἄν­θρω­πος θε­λή­σει νά κά­νει ὅ,τι ἐ­πι­θυ­μεῖ τό σῶ­μα, δέν κά­νει πο­τέ νη­στεί­α. Ἡ νη­στεί­α τόν Μω­ϋ­σῆ ἐ­λά­μπρυ­νε καί τόν φώ­τι­σε καί μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τόν ἀ­νέ­δει­ξε Νο­μο­θέ­τη, Ἀρ­χι­ε­ρέ­α καί Βα­σι­λέ­α. Αὐ­τή τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α ἀ­νέ­δει­ξε φο­βε­ρό στούς ἐ­χθρούς του. Ἀ­πό τή νη­στεί­α του τόν ὑ­πά­κου­σε ὁ Θε­ός καί ἔ­στει­λε πῦρ καί κα­τέ­καυ­σε τή θυ­σί­α.  Ἀ­πό τή νη­στεί­α του δέν ἔ­βρε­ξε ὁ Θε­ός τρί­α ἔ­τη καί ἕ­ξι μῆ­νες καί γι­ά χά­ρη τῆς νη­στεί­ας του δι­α­χω­ρί­σθη­καν τά νε­ρά τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη. Ἡ νη­στεί­α τόν προ­φή­τη Δα­νι­ήλ ἔ­σω­σε ἀ­πό τά στό­μα­τα τῶν λε­ό­ντων, τόν ἔ­κα­νε μέ­γα προ­φή­τη καί εἶ­δε τή Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀ­πό τή νη­στεί­α οἱ Τρεῖς Παῖ­δες ἔ­σβη­σαν τή φλό­γα τῆς κα­μί­νου. Ἡ νη­στεί­α τούς Ἀ­σκη­τές ἐ­δό­ξα­σε, τούς Ὁ­σί­ους τί­μη­σε καί τούς δι­καί­ους ὑ­πε­ρύ­ψω­σε. Αὐ­τή τούς   Ἀ­πο­στό­λους ἐ­λά­μπρυ­νε καί τά τά­γμα­τα τῶν ἡ­ρώ­ων τῆς πί­στε­ως μάρ­τυ­ρες ἀ­νέ­δει­ξε. Ἀ­πό αὐ­τήν φω­τί­σθη­καν οἱ Προ­φῆ­τες καί εἶ­παν τά μέλ­λο­ντα. Χά­ριν τῆς κα­θα­ρῆς νη­στεί­ας γι­ά πρώ­τη φο­ρά, κα­τά τόν Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό, πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ἡ Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα στή φι­λο­ξε­νί­α τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Αὐ­τή εἶ­ναι καί ἡ νη­στεί­α πού ἀρ­χί­ζει ἀ­πό αὔ­ρι­ο καί μᾶς κα­λεῖ ὅ­λους νά τή δε­χθοῦ­με μέ χα­ρά. Ἄς ζή­σου­με τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή ὀρ­θό­δο­ξα, μέ ὀρ­θο­πρα­ξί­α, μέ σύ­νε­ση, σω­φρο­σύ­νη, ἐ­γκρά­τει­α ἀ­πό θυ­μό καί κα­τά­κρι­ση καί ἄς νη­στεύ­σου­με ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λή μας στή γῆ καί με­τα­βαί­νου­με ἀ­πό τά πρό­σκαι­ρα στά αἰ­ώ­νι­α. Ἔ­τσι γί­νε­ται πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ἡ πρό­γευ­ση τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

«Ἔ­φθα­σε και­ρός, ἡ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων ἀρ­χή, ἡ κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων νί­κη, ἡ πά­νο­πλος ἐ­γκρά­τει­α». «Ἀ­πο­θώ­με­θα τὰ ἔρ­γα τοῦ σκό­τους καί ἐν­δυ­σώ­με­θα τὰ ὅ­πλα τοῦ φω­τός».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου